γόνατο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόνατο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γόνατο τό, γόνυ Καππ. (Φάρασ. κ.ἀ.) Κύπρ. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) γό᾽ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) γόνατο κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ.) Καλαβρ. Καππ. (Ἀραβάν. Γουρτον. Μισθ.) Πόντ. (Ἰμερ. Ὄφ. Τραπ.) γόνατον Ἀμοργ. Κύπρ. (Αἰγιαλ. Κυθρ.) Πόντ. (Ἵμερ. Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γόνατου βόρ. ἰδιώμ. Καππ. (Μισθ. κ.ἀ.) gόνατο Καλαβρ. (Μπόβ.) γόνατε Τσακων. (Βάτ. Χαβουτσ.) γόναδου Καππ. (Μισθ.) γόναdου Καππ. (Μισθ.) ᾽όνατο Κάρπ. (Ἀπέρ. Ἔλυμπ.) Κάσ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Φιλότ.) Χάλκ. κόνατο Ἀπουλ. (Καστριν.) Καππ. (Φλογ.) gούνατο Καλαβρ. gούνατου Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) gόνατε Ἀπουλ. γόνοτο Καππ. (Φάρασ.) κόναζο Καλαβρ. (Κοντοφ.) κόδανο Ἀπουλ. κόdανο Ἀπουλ. (Μαρτ. κ.ἀ.) κχόνατο Καλαβρ. (Γαλλικ.) χόνατο Ἀπουλ. Καλαβρ. (Γαλλικ. Κοντοφ. Μπόβ.) βόνατο Ἰκαρ. Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. Χίος (Πυργ.) βότανο Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) γόνα σύνηθ. γούνα Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γόνας τὸ Πελοπν. (Βούρβουρ.) γόνας ὁ, Ἐρεικ. Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. (Τσαμαντ.) Θεσσ. (Κρυόρβ. Συκαμ.) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ. Παρθέν.) Σάμ. (Κουμαδαρ. Μαυρατζ.) γούνα ὁ, Τσακων. (Μέλαν.) γόνα ἡ, Πελοπν. (Ξεχώρ.) γενικ. γόνατου σύνηθ. γουνατχιˬοῦ Σάμ. πληθ. γόνα τά, Λεξ. Πρω. γόν᾽τα Καππ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἐλληνιστ. ούσ. γόνατον, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γόνυ. Περὶ τοῦ τύπ. γόνα ἀναδρομικῶς ἐκ τοῦ πληθ. γόνατα βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,15. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ γ εἰς β εἰς τὸν τύπ. βόνατο βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,421, διὰ δὲ τὸν τονισμὸν γόνατου βλ. τοῦ ἰδίου, ΜΝΕ 2,89. Διὰ τὸν τύπ. γόνατο βλ. Ν. Ἀνδριώτ., Γλωσσ. Φαράσ., 20. Τὸ ἀρσ. εἰς τὴν Tσακων. κατὰ τὸ πόνα (= ὁ πόνος).
Σημασιολογία
1) Τὸ γόνυ, τὸ κατὰ τὴν ἄρθρωσιν τοῦ μηροῦ καὶ τῆς κνήμης μέρος τοῦ σώματος ἀνθρώπου καὶ ζῴων κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Καρδ. Κοντοφ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον, Μισθ. Φάρασ. Φλογ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἵμερ. Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Χτύπησε - ἔσπασε - αἱμάτωσε - πονεῖ τὸ γόνατο κοιν. Ἤσπασε τὰ ᾽όνατά dου Νάξ. (Φιλότ.) Ἔπεσε κ᾽ ἐσακάτεψε τὸ γόνα του Εὔβ. (Αἰδηψ.) Πολλὰ ἐπαρπάτησα καὶ πονοῦνε τὰ γόνατα μ᾽ Ὄφ. Ἔ᾽ μοζοῦ ὁ γούνα μι (πονεῖ τὸ γόνα μου) Μέλαν. Δὲν ἔχω μάθιˬα νὰ τὸν ἀξανοίξω ἀ᾽ τὰ ᾽όνατα κιˬ ἀπάνω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σώστραβου γόνατου (βλαισὸν γόνυ) Μακεδ. Τὸ μάτι τοῦ γονάτου (ἡ ἐπιγονατὶς) Νάξ. (Μον. Φιλότ.) Μῆλο τοῦ γονάτου (ὁμοίως) Νίσυρ. Τὸ σφεdύ᾽ τ᾽ γονάτ᾽ (ὁμοίως) Μύκ. Τὸ γόνατο τοῦ φορέματος (τὸ ἀντιστοιχοῦν εἰς τὰ γόνατα τμῆμα του) Ἀθῆν. Τὰ κόνατά μ᾽ δὲ dαγιˬαdοῦν (= βαστοῦν) Φλογ. || Φρ. Παίρνω γόνατο (λαμβάνω κυκλικῶς τὰς διαστάσεις τοῦ περὶ τὸ γόνυ χώρου) Ἀθῆν. Κάθεται ᾽ς σὰ γόνατα (γονατίζει) Τραπ. Κάνει γόνα (κυρτοῦται, σχηματίζει γωνίαν ἢ καμπύλην) σύνηθ. Γράφω ᾽ς τὸ γόνατο (γράφω προχείρως) σύνηθ. Τρώγω ᾽ς τὰ γόνατα (τρώγω προχείρως) σύνηθ. Κλαίω ᾽ς τὰ γόνατα (κλαίω γονυπετῶς, θρηνῶ γοερῶς) Πελοπν. (Μάν.) Τό ᾽ ᾽ς τοὺ γόνατου τοὺ χατίρ᾽ (εἶναι ἀσταθὴς τὴν γνώμην) Στερελλ. (Γραν.) Κάθουνται γόνα μὲ γόνα (πλησίον ἀλλήλων) Μακεδ. κ.ἀ. Ἦταν γόνα μὲ γόνα (ἐκάθηντο φιλοφρόνως ὁ εἷς παρὰ τὸν ἄλλον) Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ.) Ἔρχομαι ᾽ς σὰ δυˬὸ γόνατα (γονυπετῶ) Καππ. (Φάρασ.) Βάρ᾽ τὸ γόνα σου, γιˬὰ νὰ σταθῇ ὁ λαγὸς (εἰρων. ἐπὶ τοῦ μὴ ἔχοντος ὅπλον διὰ νὰ τυφεκίσῃ τὸν φεύγοντα λαγὸν) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Βάρ᾽ τὸ γόνα σου, γιˬὰ νὰ πέσ᾽ ὁ κόρακας (ὁμοίως εἴρων. διὰ νὰ πέση κάτω ὁ κόραξ ὁ ὁποῖος πετᾷ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Θὰ μ᾽ βουλλώσ᾽ τὰ γίδιˬα ᾽ς τοὺ γόνα (θα ματαιοπονήσῃ) Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. Φρ. Θὰ κάνῃ μιˬὰ τρῦπα ᾽ς τὸ νερὸ. Πέφτω ᾽ς τὰ γόνατα (γονυκλινὴς ἱκετεύω) σύνηθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Σοφοκλ. Οἰδ. Κολ., 1607 «ἐς δὲ γούνατα | πατρὸς πεσόντα ἔκλαον...» Πβ. Κ. Δ. (Παῦλ., Ἐπιστ. Ἐφεσ. 3.14) «τούτου χάριν κάμπτω τὰ γόνατά μου πρὸς τὸν πατέρα..., ἵνα δῷ ὑμῖν» Φιλῶ τὰ γόνατα (ἱκετεύω γονυκλινὴς) Χαλδ. Πέφτω μούρη γόνατα (γονυπετῶ κλίνων συγχρόνως τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ ἔδαφος· ἐπὶ θερμῆς παρακλήσεως) Α. Κρήτ. Κόπηκαν - λύθηκαν τὰ γόνατά του (ἐπὶ μεγάλης σωματικῆς κοπώσεως καὶ μεταφ. ἐπὶ ἀτολμίας ἢ φόβου) κοιν. καὶ Καππ. Κόπηκαν τὰ γόνατά μ᾽ ἀπ᾽ τὸν τόπον τουν (ἀπηύδησα) Καππ. (Ἀραβἀν.) Κόπηκαν τὰ γόνατά μου ἀπὸ τὸ φόβο μου Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ὅμηρ. Φ114 «ὥς φατο· τοῦ δ᾽ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ». Ἔ, ποὺ νὰ κοποῦν τὰ ᾽όνατά σου! (ἀρὰ) Νάξ. (Βόθρ.) Δὲν κρατοῦν τὰ γόνατα (ἐπὶ ἐξηντλημένου) σύνηθ. Συνών. φρ. Δὲ βαστοῦν τὰ πόδιˬα. Τὸ γόνατό μ᾽ ᾽κὶ κρατεῖ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. Γόνατον ᾽κ᾽ ἔχ᾽ (ἐπὶ φιλασθένου) Ἰμερ. Γόνατον ᾽κ᾽ ἔκλισα (δὲν ἀνεπαύθην) αὐτόθ. Ἐρροῦξεν ἀσ᾽ σὸ γόνατον (ἔπεσεν ἀπὸ τὸ γόνατο, ἀδυνάτισε) αὐτόθ. Τοῦ ᾽μεινε ἡ χαρὰ ᾽ς τὰ γόνατα (ἐπὶ διαψευσθείσης προσδοκίας εὐχαρίστου τινὸς) Κεφαλλ. Ἕνα γόνατο χιˬόνι - νερὸ - λάσπη (εἰς ὕψος ὅσον ἡ ἀπὸ τοῦ πέλματος μέχρι τοῦ γόνατος ἀπόστασις) κοιν. Ἕνα γούνα ὕο – χιˬόνα - λάπη (ἕνα γόνατο ὕδωρ, χιόνι, λάσπη· συνών. μὲ τὰς προηγουμ.) Μέλαν. Χιˬόνι – λάσπη - νερὸ ὥς τὸ γόνα (ὁμοίως) κοιν. Μεθυσμένος ὥς τὰ γόνατα (ἐπὶ ὑπερβολικῆς μέθης) Μακεδ. (Σισάν.) Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. Βλ. Πολύβ. 1.22b «εἰς γόνυ τὸ βάθος». Πάει γόνατο (ἐπὶ ἀφθονίας ἢ ὑπερβολῆς) σύνηθ. Ἐφάγαμε ἤπιˬαμε – χορέψαμε - γλεντήσαμε ποὺ πῆγε γόνατο (ἤτοι ἐν ἀφθονία ἢ εἰς ὑπερβολὴν) σύνηθ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Μαλάλ. 309.6 (ἔκδ. Βόννης) «ἦν δὲ κελεύσας τῷ ἐξεπεδίτῳ μὴ φείσασθαι τοῦ φονεύειν, ἕως οὗ ἂν ἔλθη τὰ αἵματα τῶν σφαζομένων ἕως τὸ γόνυ τοῦ ἵππου οὗ ἐκάθητο». Πβ. Α. Παπαδοπ., Λεξικογρ. Δελτ. 4 (1942-1948), 113. Τρώει ποὺ πάει γόνα (τρώει ἀπλήστως, ἀκορέστως) πολλαχ. ᾽Στὸ γάμο του θὰ πιˬοῦνε ποὺ θὰ πάῃ γόνα (ὁμοίως). Τὸ τραγούδι - τὸ γλέντι πῆγε γόνα (ἐτραγούδησαν, διεσκέδασαν πολὺ) σύνηθ. Τό ᾽στρωσε ᾽ς τὸ φαΐ, ποὺ πῆε γόνα τὸ καρβέλι (ὁ ἄρτος ἐφαγώθη εἰς μεγάλην ποσότητα ἢ ἐξ ὁλοκλήρου) Πελοπν. (Κυνουρ.) Πῆγα κ᾽ ηὗρα τσ᾽ ἀργάτις ᾽ς τ᾽ ἀμπέ᾽ πὄσκαβαν· πάιˬνι γόνα ἡ δ᾽λε͜ιὰ (ἡ ἐργασία ἐξετελεῖτο ταχέως) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὸ πρᾶγμα πάει γόνα (αὐξάνει ταχέως) Λεξ. Βλαστ. 514. Γι᾽μένου τοὺν ἔχου ἀπ᾽ τοὺ γόνατου μ᾽ (τὸν γνωρίζω καλῶς) Λέσβ. Σὰν Ἀρβανίτ᾽ς ᾽ς τοὺ γόνα τό ᾽χει (ἐπὶ εὐερεθίστου) Ἤπ. Τό ᾽κανε γόνα (διεπληκτίσθη σφοδρῶς) Ἤπ. - Ἀδάμ, Ἀπὸ τὸ χωρ., 65. Ἔγινε γόνα (συνέβη σφοδρὰ ἔρις ἢ μέγα ἀτύχημα) Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.) Ἀπὸ γονέους γόνατα (ἐπὶ μακροτάτης συγγενείας) Ἤπ. Ηὗρε παλιˬὰ γόνατα (ἐπὶ τῶν κληρονομησάντων προγονικὸν πλοῦτον. Ἡ λ. γόνατα μὲ τὴν ἔννοιαν τῆς σωματικῆς καὶ ἠθικῆς δυνάμεως, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ πλοῦτος) Ἤπ. Ἀπὸ γῆς γόνατα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κεφαλλ. Ηὗρ᾽ ἀπὸ γόνους γόνατα (ὁμοίως) Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Παροιμ. Ἂν δὲν κοπιˬάσῃς βόνατα, καρδιˬὰ δὲ θεραπεύγεις (κόποις κτῶνται τὰ ἀγαθὰ) Μεγίστ. Γόνατα ποὺ δὲν κοπιˬάζουν, | κοιλιˬὰ δὲ θεραπεύουν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Βερέττ., Παροιμ., 20. Ἂν δὲν κοπιˬάσουν γόνατα | καρδιˬὰ δὲ θεραπεύγεται (ὁμοίως) Λεξ. Πρω. Οἱ πίκρες κόβουν γόνατα κ᾽ οἱ λογισμοὶ γερνοῦνε (αἱ θλίψεις καὶ αἱ μέριμναι καταβάλλουν) Πελοπν. (Μεσσην.) Ἀπ᾽ τοῦ γονιˬοῦ τὰ γόνατα καὶ τοῦ νουνοῦ τὴ χάρη (ἐπὶ τῶν ὁμοίων τὸν χαρακτῆρα πρὸς γονεῖς ἀγαθοὺς καὶ ἀναδόχους χρηστοὺς) Πελοπν. (Λακων.) Ὁ Τοῦρκος τὴ φιλιˬὰ ᾽ς τὰ γόνατα τὴν ἔχει (ὅτι ἡ φιλία τοῦ Τούρκου δὲν εἶναι εἰλικρινὴς) Ἤπ. Μακεδ. - Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 240.923. || ᾌσμ. Στεριˬώθηκα ᾽ς τὰ γόνατα, | ξέπλεξα τὰ ξανθὰ μαλλιˬά, τὸ μοιρολόγι νὰ τοῦ εἰπῶ (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Γόνα μὲ γόνα κάθουνται, ᾽ς τὰ μάτιˬα τὴγ κοιτάει Πελοπν. (Φιγάλ.) Τὴν τσιμπῶ ᾽ς τὰ γόνατα, | γλύκες καὶ καμώματα, καὶ μοῦ λέει παραπάνω | ἀπ᾽ τὰ γόνατα καὶ πάνου Πελοπν. (Γαργαλ.) Καὶ ἅμον τρομάζουν τὰ γόν᾽τα μου, νὰ τρομάζῃ τὸ γεφύρ᾽ σου Καππ. || Ποιήμ. Παλληκάριˬα μου! Οἱ πολέμοι | γιˬὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρὰ καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει | ᾽ς τοὺς κινδύνους ἐμπροστὰ Δ. Σολωμ., 29 Καὶ δῶσ᾽ του γλέντι κιˬ ἀμανὲς | ὁποὺ θὰ πάῃ γόνα Γ. Σουρῆς, Ρωμ., 7 ᾽Σ αὐτὸν ὁποὺ μᾶς γλύκανε | τοῦ Χάρου τὸν ἀγῶνα νὰ κλίνω, ἀδέλφιˬα, πάρ᾽τε με | καὶ μέτωπο καὶ γόνα Γ. Μαρκορ., Μικρὰ ταξίδ., 123. β) Ἡ ἐπιγονατὶς Μέγαρ.: Ἔπεσα καὶ χτύπησα τὰ γόνατα. Συνών. ταμπακιˬέρα. γ) Τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ μηροῦ, κεκαμμένου ὄντος τοῦ γόνατος κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. κ.ἀ.) : Τὸν πῆρε - τὸν κάθισε ᾽ς τὰ γόνατά του κοιν. Ἔλα κάτσε ᾽ς τὸ γόνα μου Θεσσ. Κάθισο το μωρὸ ἐπάν᾽ ᾽ς σό γόνατό σ᾽ Ὄφ. || ᾌσμ. ᾽Σ τὸ γόνα του τὴν κάθισε, ᾽ς τὰ μάτιˬα τὴν κοιτάει Πελοπν. Τὸ τρίτον, τὸ καλ-λύτ-τερον, πλύν-νει τὰ ματωμένα, ποὺ σφάξασιν τὸν ἄντραν της πάνω ᾽ς τὰ βόνατά της Ρόδ. Ἔλα σιμά μου κάτσι πάν᾽ ᾽ς τοὺ γόνα μου κὶ πυκνουκέρασέ μι μὶ χρυσὸ γυˬαλὶ Μακεδ. Λιγάτσι θενὰ τσοιμηθῶ πάνω ᾽ς τὰ γόνατά σου Ἴος Ψουμὶ ἀφρᾶτου, | κρασὶ μουσκᾶτου, ἀμάν, κουκόνα μου, | νὰ σ᾽ εἶχα ᾽ς τοὺ γόνα μου Θεσσ. (Τρίκερ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ὅμηρ. Ι 453 «πατὴρ δ᾽ ἐμὸς αὐτίκ᾽ ὀισθεὶς | πολλά κατηρᾶτο... | μὴ ποτε γούνασιν οἷσιν ἐφέσσεσθαι φίλον υἱόν». δ) Ὁ μηρός, ἄνευ κάμψεως τῶν γονάτων Κρήτ. Λέσβ. Νάξ. κ.ἀ. ᾌσμ.: Κ᾽ ἡ μάννα τζ᾽ ἐμπαινόβγαινε μὲ τὰ καμένα μάτιˬα, με τα dαρμένα ᾽όνατα, μὲ τὰ μαλλιˬά ᾽ς τὰ χέριˬα Νάξ. Φίλιππας παραπονε͜ιέτι | καὶ ᾽ς τὰ γόνατα χτυπε͜ιέτι Λέσβ. ε) Ὁ ἀγκὼν Ἀπουλ. (Κοριλ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ.) 2) Ἀντικείμενον κεκαμμένον εἰς σχῆμα γόνατος, οἷον σιδηρᾶ γωνιώδης κλεὶς Καππ. (Σινασσ.) β) Ἡ περὶ τὴν βάσιν τοῦ γύου τοῦ ἀρότρου Στερελλ. (Βοστιν. Καλοσκοπ.) Π. Γενναδ., Κυπρ. ἄροτρ., 4. γ) Μικρὸν στέγασμα τοίχου οἰκίας διὰ τοῦ ὁποίου διοχετεύονται τὰ ὄμβρια ὕδατα εἰς τὴν κυρίαν στέγην. Κατασκευάζεται εἰς τοὺς τοίχους οἰκιῶν ἐκτισμένων ἐπὶ ἐπικλινοῦς ἐδάφους πρὸς παρεμπόδισιν τῆς ἐπὶ τῆς στέγης ἀνόδου ἀνθρώπων ἢ ζῴων Στερελλ. (Ἀρτοτ.) δ) Γωνία τοίχου Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Ὁ κόμβος τοῦ καλάμου Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ. Μάν. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ἡρόδ. 3.18 «καὶ κάλαμοι ἐνέκειντο, οἱ μὲν μείζους οἱ δὲ ἐλάττους, γόνατα οὐκ ἔχοντες». Συνών. κόμπος. 4) Κατὰ πληθ., ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς Ρόδ.: Ἀνήμερα τῶν Γονάτων μιˬὰ γριˬὰ ᾽ς τὸ χωριˬὸ Γιˬαννάδι θὰ πιˬάσῃ τὸ μάρμαρο ποὺ ἔχουν μέσα ᾽ς τὴν ἐκκληστὰ καὶ μ᾽ αὐτὸ θὰ τρίψῃ τὶς γυναῖκες ᾽ς τὴ μέση καὶ ᾽ς τὴ ράχη. Συνών. γονατᾶς 2, γονατιˬὰ 3γ, γονάτιση, γονάτισμα 2, γονατιστὴ (εἰς λ. γονατιστὸς 3), γονατίτσα, γονατοκλησιˬὰ 2, γονυκλισιˬὰ 3, Κυριακὴ τοῦ ποντικιˬοῦ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γόνα Μακεδ. (Σταυρ.) Γόνατα Πελοπν. (Λεντεκ. Τριφυλ.) Τοῦ Γουνάτ᾽ Θάσ. ᾽όνατο Κάρπ. τοῦ ᾽όνα Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA