ἀσκημοφαγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημοφαγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
*ἀσκημοφαγιˬὰ ἡ, ἀκεμοφαγία Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἀσκημοφάγος.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ τρώγῃ τις ἀτάκτως. 2) Τὸ νὰ σπαταλᾷ τις τὴν τροφὴν καθ᾿ ὃν χρόνον τρώγει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA