Βάνταλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βάνταλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Βάνταλος ὁ, ΓΞενοπ. Μυστικ. Βαλέρ.2 49 Βατελᾶς Μύκ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βάνδαλος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων κακὴν συμπεριφοράν, ἀγροῖκος Μύκ. 2) Ἀδαὴς τοῦ καλοῦ, ἀκαλαίσθητος ΓΞενόπ. ἔνθ' ἀν.: Ἂν καὶ νεόπλουτος, δὲν πιστεύω νά ’ναι τόσο Βάνταλος ποῦ νὰ θελήσῃ νὰ χαλάσῃ τὴ φατσάδα (τὴν πρόσοψιν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/