γονδολέτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονδολέτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γονδολέτα ἡ, λόγ. πολλαχ. γοdολέτα Κεφαλλ. Λευκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. gondolettα = μικρά γόνδολα.
Σημασιολογία
Εἶδος γυναικείου ὑποδήματος, κληθέντος οὕτω προφανῶς λόγῳ τοῦ σχήματός του ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA