γονδολιˬέρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονδολιˬέρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γονδολιˬέρης ὁ, λόγ. σύνηθ. γουνdουλιˬέρης Ἀντίπαξ. Κέρκ. Παξ. βουνdουλιˬέρης Κέρκ. γουνdουλιˬάρης Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων. βουνdουλιˬάρης Κέρκ. γονδολιˬέρος Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. gondoliere.
Σημασιολογία
Ὁ ἰδιοκτήτης ἢ ὁδηγός, ἐρέτης τῆς γόνδολας ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA