γιˬούκερι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬούκερι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬούκερι τό, ἀμάρτ. γιˬούκερ’ Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.) γιˬούκιρ’ Θρᾴκ. (Φιλιππούπ.) Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν Τουρκ. οὐσ. yük=ἑρμάριον καὶ yer=θέση.
Σημασιολογία
Γιˬοῦκος 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Βγά’ τὰ στρώματα ἀπ’ τοῦ γιˬούκιρ’ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA