γιˬούκιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬούκιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬούκιˬασμα τό, Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Κυνουρ. Φιγάλ. κ.ἀ.) γίκιˬασμα Στερελλ. (Αἰτωλ. Περίστ.) γίκισμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) δούκιˬασμα Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) διούκιˬασμα Πελοπν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γιουκιˬάζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὁ τύπ. γικιˬάζω.

Σημασιολογία

Τὸ μετ’ ἐπιμελείας δίπλωμα τῶν κλινοσκεπασμάτων καὶ κλινοστρωμνῶν καὶ ἡ τοποθέτησις αὐτῶν εἰς γιˬοῦκον, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔχω νὰ κάνω γιˬούκιˬασμα τοὺ χοντρικῶνε (μαλλίνων κλινοσκεπασμάτων) Πελοπν. (Δίβρ.) Καλὸ δούκιˬασμα ἔκανες τώρα Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) β) Τοποθέτησις τῆς προίκας τῆς κόρης εἰς γιˬοῦκον Στερελλ. (Περίστ.): Βαριˬοῦμι τοὺ γίκιˬασμα κάθι μέρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/