γιˬοῦκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοῦκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬοῦκος ὁ, πολλαχ. γιˬοῦκους βόρ. ἰδιώμ. γιˬοῦχος Πόρ. γῖκος Ἤπ. (᾿Αγία Κυριακ. Δίβρ. Δωδών. 'Ελληνικ. Ζαγόρ. Θεσπρωτ. Κοκκιν. Πάργ. Πρέβ. Σούλ κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Λευκ. Στερελλ. (Ἀγρίν. Ἀνάληψ. Δεσφ. Λαφύστ. Λεβάδ. Παρνασσ. Φθιῶτ. Φτελ.) -Σ. Γρανίτσ., Ἄγρια καὶ ἥμερ., 51 γῖκους Βιθυν. (Πιστικοχ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πρέβ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Δομοκ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Ἑλληνοχώρ. Καρωτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀσπρόπυργ. Ἀχυρ. Γαλαξ. Γραν. Εὐρυταν. Καρυὰ Παρνασσ. Περίστ. Σπάρτ. Τριχων. Φθιῶτ. Φωκ.) ’ῖκος Ἰθάκ. Λευκ. (Φτερν.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα, 3, 360. Οὐδ. γιˬοῦκο Πελοπν. (Μεγαλόπ.) γιˬούκι Βιθυν. (Παλλαδάρ.) Ἤπ. (Ἀργυρόκ. Δερβίτσ. Ριζοβ.) Θρᾴκ. (Ἀλμ. Μάλγαρ. Μέτρ. Σαρεκκλ. Σιρέντζ.) Κωνπλ. Μακεδ. (Καστορ.) -Λεξ. Γαζ. γιˬούκιν Πόντ. (Κερασ.) γιˬού’ Βιθυν. Θρᾴκ. (Ἀλμ. Ἐπιβάτ. Μέτρ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Σκόπ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ. Μηχαν. Πάνορμ.) Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ yük=φορτίον, μέγα ἑρμάριον. Ἡ λ. καὶ ἐν ἐγγρ. τοῦ 1825 ἐξ Ἀθηνῶν, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Γ. Πετροπ., Κῶδιξ Π. Πούλου, 368, 6: «᾽Επούλησεν... ὀσπιτοκάθησιν... περιέχουσαν ἀνωγομάγειρον μὲ... γιοῦκον». Ἡ διττὴ ἐκφορὰ τῶν τύπων διὰ τῶν γιˬου- καὶ γιˬ- ὀφείλεται εἰς τὴν δυσχέρειαν τῆς Ελληνικῆς νὰ ἀποδώση τὸν Τουρκ. φθόγγον ü.
Σημασιολογία
1) Μέγα, δίφυλλον συνήθως, ἑρμάριον, ξύλινον ἢ ἐντοιχισμένον, εἰς τὸ ὁποῖον στοιβάζονται ἐπιμελῶς τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου κλινοσκεπάσματα, κλινοστρωμναὶ κ.τ.τ., σπανιώτερον δὲ τοποθετοῦνται οἰκιακὰ σκεύη ἢ ἀναρτῶνται ἐνδύματα Βιθυν. (Παλλαδάρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ (Ἀδριανούπ. Αἶν. Ἐπιβάτ. Σιρέντζ. Σκόπ.) Σαμοθρ. -Λεξ. Γαζ.: Τὸ φουστάνι μ᾿ κρέμεται μέσ᾽ ’ς τὸ γιˬού Ἐπιβάτ. Ἔκρυψε τὸν ἀγαπητικό της μέσ᾿ ’ς τὸν γῖκο Ἀδριανούπ. Συνών. μεσάντρα. 2) Σωρὸς κλινοσκεπασμάτων καὶ κλινοστρωμνῶν ἐπιμελῶς διπλωμένων καὶ τοποθετημένων ἐπαλλήλως εἰς σχῆμα ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου πολλαχ.: Φέρε ἀπὸ τὸ γιˬοῦκο τὸ πάπλωμα πολλαχ. Σκέπασ’ τὸ γιˬοῦκο, νὰ μὴ σκονίζουdαι τὰ ροῦχα Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἔβγαλις τοὺ προυσκέφαλου κὶ τοὺν ἔρρ’ξις τοὺ γῖκου Στερελλ. (Φθιῶτ.) Οὑ γῖκους τ᾿ς Κουστάντους οὕλου ἀνιβαί’, γιατὶ ἱτοιμάζ’ τὰ προικιὰ τ᾿ ς, ἀφοῦ θὰ παντριφτῇ τοὺ καλουκαίρ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἄρχεψαν νὰ στολίζουν τὴ bροῖκα καὶ νὰ σιάζουν τὰ γιˬούκιˬα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Γκρέμ’ σι οὕλου τοὺ γῖκου γιˬὰ νὰ μᾶς στρώσ’ κὶ νὰ μᾶς σκιπάσ’ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Εἴδαμε καὶ τὸ γιˬοῦ’ τσ᾽, γ-οὕλο γ-οὕλο ἕνα πάπλωμα κ’ ἕνας σιλτὲς (=στρῶμα) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Δυὸ γι’κ’ς σκιπάσματα ἔ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Δὲν ἔ’ γῖκου ἡ τσούπα μ’ Στερελλ. (Περίστ.) Οὑ νουνὸς τσῆ Μαριῶς τσῆ κόλλησε ἕνα φλορὶ ’ς τὸ γιοῦκο τσ᾽ Εὔβ. (Ψαχν.) Ἔ’ ἕνα γῖκο προικιˬὰ ὥς τὸ ταβά’ Λευκ. Ἡ νυφίτσα ἀναποδογυρίζει τοὺς γίκους καὶ πριονίζει τὰ ὑφάσματα Σ. Γρανίτσ., Ἄγρια καὶ ἥμερ., 51 || Παροιμ. Ἄλλαξε τὸ γιοῦκο του (ἦλθε εἰς δεύτερον γάμον) Πελοπν. (Τρίκκ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ. Ἡ κόρη ’ς τὴν κούνιˬα κι ὁ γιˬοῦκος ᾿ς τὸ dοῖχο ἤ ’ς τὸ bαοῦλο (ὅτι ἡ προὶξ κόρης πρέπει νὰ ἑτοιμάζεται ἀπὸ πολύ ἐνωρίς, διότι ὁ γαμβρὸς δύναται νὰ παρουσιασθῆ ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν) Πελοπν. (Κυνουρ.) || Ποίημ. Ἡ ἀνέμη μὲ τὰ γνέματα, τὸ τυλιγάδι, ἡ δροῦγα, ὁ ’ῖκος μὲ τὰ μάλλινα τὰ παρδαλὰ διπλάριˬα (μάλλινα σκεπάσματα) Α. Βαλαωρ., Ἔργα, 3, 360. Συνών. στοιβή, τέμπλα, τρακάδα, τροχός. β) Συνεκδ., ὁ τόπος ὅπου τοποθετεῖται ὁ γιˬοῦκος, συνήθως ἡ γωνία δωματίου πολλαχ. 3) Μέρος τῆς οἰκίας ὅπου ἀποθηκεύουν τὰ σιτηρὰ Σαμοθρ. Συνών. ἀμπάρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA