γονεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γονεύω Ἤπ. Σῦρ. - Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 389 Γ. Ἀθάν. εἰς Ἀνθολ Η. Ἀποστολίδ., 11 - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 436 Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γονεύου Εὔβ. γουνεύου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Λιχὰς κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ. Πάπιγκ. Ραδοβύζ. κ.ἀ.) Θάσ. Θεσσ. (Ἀργιθ. Βαθύρρ. Δομοκ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Πάγγ. Χαλκιδ.) Σαμοθρ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ρ. γονεύω.

Σημασιολογία

1) Μεταβ. καὶ ἀμτβ. γεννῶ, παράγω, πολλαπλασιάζομαι Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Λιχὰς κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ. Πάπιγκ. Ραδοβύζ. κ.ἀ.) Θάσ. Θεσσ. (Ἀργιθ. Βαθύρρ. Δομοκ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Πάγγ. Χαλκιδ.) Σαμοθρ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) Σῦρ - Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Πρω.: Γόιψι ἡ ψεῖα μέσ᾽ ᾽ς τοῦ κιφάλι τ᾽ς Σαμοθρ. Γόιψι ἡ ψεῖρα ᾽ς τὰ μαλλιˬά τ᾽ς Λῆμν. Τώρα εἶναι γονεμένα (= ἔχουν γεννήσει) Σῦρ. β) Ἐπὶ μελισσῶν καὶ ἰχθύων, παράγω νέον σμῆνος ἢ καὶ γονὴν Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Λιχὰς κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἀρτοπ. Ραδοβύζ.) Θάσ. Θεσσ. (Ἀργιθ. Βαθυρρ. Δομοκ. Μαυρέλ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Πάγγ. Χαλκιδ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) Σῦρ. - Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Αἰν. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν.: Γόιψι τοὺ μιλίσσ᾽ Δομοκ. Ἅμα βγῇ νουμὴ ἡ μέ᾽σσα, οὕλου γουνεύ᾽ Χαλκιδ. Τοὺ μιλίσσ᾽ ἅμα γουνεύ᾽, πααί᾽ κὶ στέκ᾽τι ᾽ς τὰ διντρὰ Εὐρυταν. Ὅσο οἱ μέρες περνοῦν, τόσο καὶ κοντεύει ἡ μάννα νὰ γονέψῃ. Παραφυλάει ὁ μελισσουργὸς ἐκεῖ κοντὰ σὲ κάπο͜ιον ἥσκιον καθισμένος Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. Βλ. Πλουτάρχ., Ἠθ. 2,980d «Αἱ δὲ πορφύραι συναγελαζόμεναι, τὸ μὲν κηρίον, ὥσπερ αἱ μέλιτται κοινῇ ποιοῦσιν, ἐν ᾦ λέγονται γονεύεινυ» 2) Γονιμοποιῶ Γ. Ἀθάν, ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Κοιμᾶται ἡ πλάση! Μὰ βαθιˬὰ ᾽ς τὰ μαῦρα χώματά της ξύπνα κιˬ ἀθάνατα στοιχε͜ιὰ γονεύουν τὰ σπαρτὰ της. 3) Μεταφ. ἐπὶ πλήθους συγκεντρωθέντος που, θορυβῶ Ἤπ. (Πάπιγκ.): Τί γόνιψαν ἔτσ᾽ οὕλους αὐτὸς οὑ κόσμους - αὐτὰ τὰ πιδιˬά; 4) Ἐπὶ πτηνῶν, ἐπῳάζω, κλωσσῶ Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.: Ἄφησες ἀβγὰ τῆς κόττας νὰ γονέψῃ Λεξ. Πρω. Ἄφησε τὴν κόττα νὰ γονέψῃ Λεξ. Δημητρ. 5) Ἐπὶ φυτῶν, παράγω φύτρα Λεξ. Πρω.: Ἤτανε μιˬὰ ρίζα ροδακινιˬᾶς κ᾽ ἐγόνεψε. 6) Ὁμοίως ἐπὶ φυτῶν, καρποφορῶ Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. 7) Ὁμοίως ἐπὶ φυτῶν, ἐκφύω βλαστοὺς Λεξ. Δημητρ.: Ἦταν ἕνα κλαρὶ ἀμυγδαλιˬᾶς κ᾽ ἐγόνεψε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/