γόνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γόνι τό, (Ι) Ἀντίπαξ. Θήρ. Ἰθάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κυκλάδ. Παξ. ἀγόνι Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Αὐχιόν. Κάβ. Καρουσ. Περουλ. Ραχτ. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κύθηρ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. ἀgόνι Κύθηρ. ἰγόνι Σύμ. γονὶ Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνος. Τὸ α εἰς τοὺς ἀπὸ τούτου ἀρχομένους τύπους ἐκ συμπροφορᾶς. Ὁ τύπ. ἀgόνι πιθαν. ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ ἐγγόνι, εἰς δὲ τὸν τύπ. γονὶ ὁ τόνος πιθαν. κατὰ τὸ παιδί.
Σημασιολογία
1) Τὸ ᾠάριον τῶν φθειρῶν καὶ ἄλλων ἐντόμων Θήρ. Κυκλάδ. Πβ. κόνιδα. 2) Τὰ προσφάτως ἐκκολαφθέντα ἰχθύδια Ἀντίπαξ. Ἰθάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Αὐχιόν. Καβ. Καρουσ. Περουλ. Ραχτ. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Κύθηρ. Παξ. Σύμ. Γιατὶ βαρεῖς τὰ γόνια; Παξ. Δὲν ἐπιˬάσαμεν τίποτις, μονάχα κάτι γόνιˬα αὐτόθ. β) Εἶδος μικροῦ ἰχθύος καὶ παχέος ὁμοιάζοντος πρὸς τὴν ἀθερίνα, ἀλλὰ χρώματος κυανωτέρου Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA