γονιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γονιˬάζω Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Νάξ. Τῆν Φολέγ. - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. γονιˬάζου Πελοπν. (Μάν.) γουνιˬάζου Στερελλ. (Ἀχυρ. Ξηρόμ.) βονιˬάζω Κάρπ. Κάσ. ᾽ονιˬάζω Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνος.
Σημασιολογία
1) Γεννῶ, παράγω γόνον, ἐπὶ μελισσῶν, φθειρῶν, κόρεων κ.τ.τ. Ἄνδρ. Θήρ. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Βιάνν.) Πελοπν. (Μάν.) Τῆν. - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω.: Ἅμα ἔναι καλὸς ὁ καιρός, θὰ γονιˬάσουσι οἱ μιλιγιˬὲς (= αἱ μέλισσαι) Μάν. Ἅμα ἤφυενε, ἤτανε γονιˬασμένες οἱ μέλισσες Ἄνδρ. Τώρα γονιˬάζ᾽ ἡ βασίλισσα (ἐνν. τῶν μελισσῶν) Την. Γονιˬασμένα κεριˬὰ (κηρῆθραι πλήρεις γόνου) Κρήτ. Λεξ. Ἐλευθερουδ. Ὁ κορέος ἄμα μείνῃ, γονιˬάζει καὶ δὲ bορεῖς νὰ dόνε ξεγονικέψῃς Κρήτ. Τὰ ψάριˬα ἐβονιˬάσα Κάρπ. Ἐβονιˬάσασι τὰ μελίσσιˬα Κάσ. β) Παράγω, φύω χλόην Φολέγ. Ἡ γῆ εἶναι γονιˬασμένη. 2) Τοποθετῶ κυψέλην μὲ νέον γόνον Στερελλ. (Ἀχυρ. Ξηρόμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA