γονιδοσακκούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονιδοσακκούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γονιδοσακκούλα ἡ, Ν. Μπαμπιώτ., Μελισσοκ., 15.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γονίδι καὶ σακκούλα.

Σημασιολογία

Ἀπόχη ἐξ ὑφάσματος διὰ τὴν σύλληψιν τοῦ ἑσμοῦ τῶν μελισσῶν. Συνών. σμηνοπιˬάστης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/