γονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γονίζω Ἡράκλ. Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. Φοῦρν. Χίος βονίζω Ρόδ. Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) βονίζ-ζω Ρόδ. (Ἀπόλλων.) ᾽ονίζω Κάρπ. Κάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνος.

Σημασιολογία

Γεννῶ, παράγω γόνον, ἐπὶ ἰχθύων, μελισσῶν, φθειρῶν κ.ἀ. ἐντόμων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐβόνισαν οἱ μέλισσες - οἱ ψεῖρες Ρόδ. Τὰ ψάρια εἶναι βονισμένα Κάρπ. Μελίσσι ᾽ονισμένο (ἤτοι μὲ πολύν γόνον) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/