γονικάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονικάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γονικάρης ἐπίθ. Κρήτ. - Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 2.120. Οὐδ. γονικάρι Χίος - Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 212.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γονικὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρης.
Σημασιολογία
1) Ἔκγονος, γόνος Μ. Λελέκ., ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Ἀνάσυρε, κόρη, νερό, νὰ πιˬοῦν τὰ παλληκάριˬα νὰ πιˬῶ κ᾽ ἐγὼ κιˬ ὁ μαῦρος μου κιˬ οὕλα τὰ γονικάριˬα 2) Ὁ κληρονόμος Κρήτ. Χίος. 3) Ὁ πάροικος Μ. Φιλήντ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA