γιˬουλάφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουλάφι

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬουλάφι τό, Λεξ. Περίδ. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ. 458 γιˬουλάφ’ Μακεδ. (Δοξᾶτ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Κύζ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γιλάφ’ Πόντ. (Ἀντρεάιντ.) ᾽λάφι Ἰων. (Βουρλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ yulaf=βρόμη.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν Βρόμη ἡ ἥμερος (Avena sativa) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀγρωστιδῶν (Gramineae) ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀγριογέννημα 1, βρόμη 1α, βρόμι, σιφωνάρι, ταγή. β) Τὸ ἄχυρον Προπ. (Κύζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/