γονικάρχης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονικάρχης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γονικάρχης ὁ, ἐνιαχ. βονικάρχης Νίσυρ. Θηλ. βονικάρκισσα Νίσυρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γονικός καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρχης. Ἡ λ. καὶ εἰς Δουκ.

Σημασιολογία

1) Ὁ κληρονομῶν μεγάλην περιουσίαν ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ὁ πρωτότοκος υἱὸς ὅστις ἐκτὸς τῆς πατρικῆς περιουσίας κληρονομεῖ καὶ τήν μητρικὴν, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ εἰς αὐτὸν ἀδελφή, ἥτις θὰ τὴν ἐκληρονόμει ἔνθ᾽ ἀν. 3) Τὸ θηλ. βονικάρκισσα, ἡ μονογενής θυγάτηρ Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/