ἀσκητεία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκητεία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκητεία ἡ, Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀσκητεύω.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ διάγῃ τις βίον ἀσκητοῦ: Πέντε χρόν ἔσυρε τὴν ἀσκητείαν Συνών. ἄσκησι 2, ἄσκήτεμαν, ἀσκητική.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA