γονικάτορας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονικάτορας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γονικάτορας ὁ, Χίος - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γονικὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άτορας.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄμεσος κληρονόμος τῆς ἐκ τῶν γονέων προερχομένης περιουσίας ἔνθ᾽ ἀν.: Αὐτὸς ἤτανε γονικάτορας Χίος. 2) Εἶδος δυσεξοντώτου ἀκάνθης μὲ βαθείας ρίζας πιθαν. ἡ Ὄνωνις ἡ ἀκανθώδης (Ononis spinosa) τῆς οἰκογ. τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae) Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA