γονικεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονικεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γονικεύω Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γονικός.

Σημασιολογία

Δημιουργῶ οἰκογένειαν. Συνών. γενιˬάζω 1, γεννοπαιδιˬάζω, γεννοσπέρνω, κάνω, γεννῶ Α1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/