γιˬουλὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουλὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬουλὶ τό, Λ. Μαβίλ. εἰς Ἀνθολ. Η Ἀποστολίδ., 204 Π. Κριναῖος - Μιχαηλίδης αὐτόθ., 252.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬούλι μὲ ὑποκορ. σημ. διὰ καταβιβασμοῦ τοῦ τόνου.

Σημασιολογία

Μικρὸν γιούλι ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Πλάνα δῶρα ζηλεμένα τῆς ζήσης, ποὺ ἀχνοσβιέται καὶ τελειώνει σὰν τὸ θαμπὸ γιˬουλὶ ποὺ ὁλοένα λε͜ιώνει Λ. Μαβίλ. ἔνθ’ ἀν. Νὰ φέρεις ἕνα λούλουδο, κι ἂς ἦταν ἕνα μόνο, ἕνα κρινάκι τῶν ἀγρῶν, μιὰ βιˬόλα, ἕνα γιˬουλί ! Π. Κριναῖος - Μιχαηλίδης ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/