γονικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γονικὸς ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γουνικὸς Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν. Τσαγκαρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Κομοτ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Δρυμ.) Στερελλ. (Κολάκ. Φθιῶτ κ.ἀ.) γο᾽κὸς Ἤπ. (Θεσπρωτ. κ.ἀ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σκῦρ. γου᾽κὸς Εὔβ. (Λιχὰς) Ἤπ. (Βίτσ. Ζαγόρ. Κουκούλ.) Θράκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Προπ. (Μηχαν.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ. κ.ἀ.) ἐγονικὸς Κέρκ. (Καρουσ. Περουλ. Σιναρᾶδ. κ.ἀ.) ἰγονικὸς Ἐρεικ. Κέρκ. Ὀθων. Παξ. γοϊνικὸς Ἤπ. (Κόνιτσ.) Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) γογινικὸς Καππ. (Σινασσ.) γενικὸς Πόντ. (Κερασ. Τρίπ. κ.ἀ.) βονικὸς Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κάσ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ᾽ονικὸς Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γονικὸ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) θηλ. γονικιˬὰ Ἐρεικ. Κέρκ. (Καρουσ. Περουλ. Σιναρᾶδ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Νίσυρ. Ὀθων. γονιτὴ Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. γονικός. Ὁ τύπ. γενικός κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ γένος, ὁ δὲ ἰγονικὸς καὶ εἰς Χρον. Μορ., στ. 138 (ἔκδ. J. Schmitt) «ἀφέντης εἰς τὰ κάστρη μας κ᾽ εἰς τὸ ἰγονικόν μας».
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ τῆς γονῆς, τῆς σπορᾶς, σπερματικὸς λόγ. σύνηθ. 2) Ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς γονεῖς, ὁ παρὰ τῶν γονέων κληροδοτηθείς, ὁ πατρῷος ἢ μητρῷος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.): Γονικὸ σπίτι - ἀμπέλι - χωράφι - χτῆμα κοιν. Ὀνικό σου ᾽ναι τὸ προβόλι εὐτὸ ἢ ἀορά; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐπῆγε ᾽ς τὰ γονικὰ περιβόλιˬα Πελοπν. (Μάν.) Βονικὸμ πρᾶμα Ρόδ. Τὸ κατώι τό ᾽χει γονικόν του Χίος. Τὸ σπίτι αὐτὸ εἶναι γονικό του Κωνπλ. Γονικόσ σου ᾽ναιγ κιˬ ᾽ὰ πααίνῃς ἐτσιˬὰ (᾽ὰ = θὰ) Σύμ. Ἁ χούρα ἔνι γονικὰ (τό χωράφι εἶναι κληρονομία ἀπὸ τοὺς γονεῖς) Μέλαν. Ἐμεάι τὰ γονικὰ σέα (ἐμοίρασαν τὸ σπίτι τῶν γονέων τους) αὐτόθ. || Φρ. Γονικὸν τὸ παππαδίκι, | σ-σόιμ πάει τὸ βασιλίκι Ρόδ. || Παροιμ. φρ. Εἶναι γονικὸς ὁ θάνατος Μύκ. Μὴ φοβηθῇς τὸ θάνατο ὡσὰν τὴ γονικὴ κατάρα Πελοπν. (Λακων.) Ὀργὴ θεϊτσή, κατάρα γονιτσὴ Μεγίστ. || Παροιμ. Ἔλα, πάππου μου, νὰ σοῦ δείξω τὰ γονικά σου (ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων νὰ διδάξωσί τι εἰς καλύτερον τούτων γνωρίζοντα τὸ πρᾶγμα) Ρόδ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἡ ἀρχοντιˬὰ συνήθε͜ια ᾽ναι κ᾽ ἡ τάξη γονικιˬά ᾽ναι (ὅτι ὁ πλοῦτος δύναται νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα εὐνοίας τῆς τύχης ἢ κληρονομικός, ἡ εὐγένεια ὅμως εἶναι ἕξις ἀποκτωμένη διὰ τῆς ἀγωγῆς) Κεφαλλ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ποὺ ἔχει κατάρα γονικὴ τὸ Μάη εἶν᾽ ἀργάτης, τὸν Ἄοστο χοιροβοσκὸς καὶ τὸ Γενάρη ναύτης (ἐπὶ τῶν βαρειῶν συνεπειῶν τῆς ἀρᾶς τῶν γονέων) Ἄνδρ. Ὁπού ᾽χει κατάραν γονικὴ τὸμ Μά᾽ν νὰ μπαίν᾽ ἐργάτης κιˬ ὁπού ᾽χει πατρογονικὴν νὰ μπαίνῃ τὸμ Πρωτόλη (Πρωτόλης = Ἰούνιος· ο συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Νίσυρ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Γνωμ. Τὸ βονικὸ ᾽ς τὸ βονικὸ (τὸ τῶν γονέων ἐπανέρχεται εἰς τοὺς γονεῖς· ἐπὶ τῆς περιπτώσεως κατὰ τὴν ὁποίαν θανούσης τῆς προικισθείσης συζύγου ἡ προὶξ ἐπανέρχεται εἰς τούς προικίσαντας) Σύμ. - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. || ᾌσμ. Ἔχω κατάρα ἐγονικιˬὰ, μὲ δούλα νὰ μὴ μένω Κέρκ. Ἔχω κατάρα γοϊνική, νὰ μὴν τὸ μαρτυρήσω Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Ποίημ. ᾽Σ τὸ σπίτι μου τὸ γονικὸ | τὸν κόσμο μου τὸν παιδικὸ κ᾽ ἠχὼ τῆς πρώτης νιˬότης μου | στοργῆς κιˬ ἀγάπης ἤχους ἀντιλαλῶ ᾽ς τοὺς τοίχους Μ. Τσιριμώκ., Ἐκ βαθ., 35. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Θεοφάν., σ. 630 (ἔκδ. Βόννης) «εἰς τὸν γονικὸν αὐτοῦ οἶκον ἡσύχασεν». β) Ὁ ἀνήκων εἰς τὸ γένος, ὁ κληρονομικός, πατρογονικὸς - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ.: ᾽È ἔν᾽ γονικὸν (δὲν ἁρμόζει εἰς τὴν γενεάν, δὲν εἶναι κληρονομημένον) Χίος. Πβ. ριζικό. Συνών. πατρογονικός γ) Ὁ ἁρμόζων εἰς τὸ γένος, ὁ φυσιολογικὸς Κάσ.: Ἐπόθανε μὲ τὸ γονικό του θάνατο. Β) Οὐσ. κατὰ γέν. οὐδ. συνηθέστ. πληθ. 1) Οἱ γονεῖς, ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ ὁμοῦ θεωρούμενοι σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Πλάτσ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Προπ. (Μηχαν.) Τσακων.: Μεγάλη γρουσουζιˬὰ εἶναι ν᾽ ἀκκουbᾷς τὰ σαγόνιˬα σου ἢ τὰ μάγουλά σου ᾽ς τὰ δυˬὸ χέριˬα. Πεθαίνουνε τὰ γονικά σου Ἄνδρ. Ἔφυγε κ᾽ ἐξέχασε τὰ γονικά του Λεξ. Πρω. Ἐπῆεν ᾽ς σὰ γονικά τ᾽ Τραπ. Ἂς ρωτοῦμ᾽ ἀτον τὰ γονικά τ᾽ ἀπόθεν Κερασ. Κιˬ ἀϊποῦ ᾽᾽ τὰ γενικά σου; Τρίπ. Πάει ᾽ς τὰ γονικά του Καππ. Νὰ σ᾽χωριθοῦν τὰ γου᾽κά σ᾽ (εὐχὴ) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κ᾽μόταν μὲ τὰ γο᾽κά τ᾽ς Προπ. (Μηχαν.) Ἀνάθεμα ᾽ς τὰ γονικά τ᾽ (ἀρὰ) Καππ. (Σινασσ.) Θὰ τοῦ πάρ᾽ ὁ διˬάολος τὸ γου᾽κὸ Ἤπ. (Θεσπρωτ.) || Παροιμ. Μὴ κλοτσᾷς τὰ γονικά σου, | θὰ τὸ βρῇς ἀπ᾽ τὰ παιδιˬά σου (ἐπὶ τῆς ἀγνώμονος καὶ κακῆς συμπεριφορᾶς τῶν τέκνων πρὸς τοὺς γονεῖς) Αἴγιν. Κεφαλλ. Κύθν. Νάξ. (Φιλότ.) Πελοπν. (Βραχν. Πάτρ. Σκορτσιν.) Στερελλ (Ὑπάτ. κ.ἀ.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Δημητρ. Ὅ,τι κάμ᾽ς ᾽ς τὰ γονικά σ᾽ | θὰ τὸ βρῇς ἀπ᾽ τὰ παιδιˬά σ᾽ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Σάμ. || ᾌσμ. Γιˬὰ πές μου, κόρη λυγερή, πόθ᾽ εἶν᾽ τὰ γονικά σου; - Ἡ μάννα μ᾽ ἀπ᾽ τὴ Λειβαδιˬὰ κιˬ ὁ ἀφέντης μ᾽ ἀπ᾽ τὴ Σκῦρο Σκῦρ. Πές μου, νὰ ζήσῃς, λυγερή, πῶς λὲν τὰ γονικά σου; Ἀθῆν. Γιˬὰ πᾶι μι, γιˬὰ στεῖλι μι πίσου ᾽ς τὰ γουνικά μου Θρᾴκ. (Κομοτ.) Δὲ μᾶς λές, ὡραία κόρη, ἔχεις γονικά; Πελοπν. (Γαργαλ.) Κ᾽ ἔρχεται καὶ μὲ μαλώνει καὶ μ᾽ ἁρπάζ᾽ ἀπ᾽ τὰ μαλλιˬὰ καὶ ᾽ς τὴ γῆ μὲ γονατίζει καὶ μὲ στέλλ᾽ ᾽ς τὰ γονικὰ Ἤπ. (Κόνιτσ.) || Ποιήμ. Καὶ τ᾽ ἀγοράκιˬα ποὺ θερίστηκαν | σὰν τὰ λευκὰ τὰ κρίνα τὰ γονικά τους ποὺ δὲ χάρηκαν | καρτέραγαν καὶ κεῖνα Σ. Σκίπ., Ἀπέθαντ., 90. Εἴκοσι χρόνους περπατεῖ ὁ Κωσταντῆς ᾽ς τὰ ξένα κιˬ ἀπὸ τοὺς εἴκοσι κ᾽ ἐμπρὸς ἐπιθυμιˬὰ τὸν πῆρε νὰ ξαναλθῇ ᾽ς τὸν τόπο του νὰ δῇ τὰ γονικά του Ι. Πολέμ., Χειμώναθ.2, 165. Ἡ σημ. καὶ εἰς Διγεν. Ἀκρίτ., στ. 3071 (ἔκδ. Sp. Lambros, σ. 236) «Ἂν εἶν᾽ λοιπὸν καὶ θέλετεν καὶ μένα τὴν πατρίδα | νὰ μάθετεν καὶ τ᾽ ὄνομα νὰ βγάλετεν μερίδα, | ἀπὸ τὴν Χίον ᾽ξεύρετεν εἶναι τὰ γονικὰ μου» καὶ στ. 1085 (ἕκδ. Hesseling) εἰς Λαογρ. 3 (1911), 584 «ὁ στρατηγὸς χαιρόμενος ὐπά᾽ ᾽ς τὰ γονικά του» καὶ εἰς Λίβυστρ. καὶ Ροδάμν., στ. 609 (ἔκδ. Wagner) «Ἐβγαίνω ἀπὲ τὴν χώραν μου, κινῶ ἐκ τὰ γονικά μου». β) Οἱ πρόγονοι, τὸ γένος, ἡ καταγωγὴ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βιθυν. Θήρ. Θρᾴκ. (Αἷν.) Κάρπ. Κάσ. Μῆλ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Σύμ. κ.ἀ - Λεξ. Περίδ. Ἐλευθερουδ. Πρω : Θιὸς σ᾽χουρέσ᾽ τοὐν πατέρα σ᾽, τὴ μητέρα σ᾽, τὰ γου᾽κά σου Αἶν. || ᾎσμ. ᾽Σ σὸν Θό σ᾽ ᾽ς σὸν Θό σ᾽, νὲ κόρασον, τὰ γονικά σ᾽ ἀπόθεν; Τραπ. γ) Ἡ οἰκία τῶν γονέων Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάτμ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Πάρ᾽τε τὴ νύφη σας καὶ σύρ᾽τε την πίσω ᾽ς τὸ γονικό της Ἤπ. Σήμερα ἔφαα ᾽ς τοὺ γου᾽κο μ᾽ αὐτόθ . || Παροιμ. Ὁπὄβρω τ᾽ ἀνεβάτζο μου, ἐκεῖ dὰ ᾽ονικά μου (ἀνεβάτζο = συμφέρον, dὰ = εἶναι τὰ) Ἀπύρανθ. || ᾌσμ. Ἄμε, μάννα, ᾽ς τὸ σπίτι μας κιˬ ἄμε ᾽ς τὸ γονικά μας, στρῶσε χαμηλοτράπεζο, νὰ φᾶν οἱ πικραμένες Χίος Εἶχαν ποδήματα ψηλὰ ἀπὸ τὰ γονικά τους Πόντ. Ὁβρα͜ιοί, καὶ λυπηθῆτε με καὶ κάμετε γιˬὰ μένα, κιˬ ἀπὸ τὸ σόι σας κρατῶ κιˬ ἀπὸ τὸ γονικά σας Μῆλ. Συνών. σειριˬά, σόι, συγγένεια. δ) Τὸ ἀνἦκον ἢ ἀναφερόμενον εἰς τοὺς γονεῖς πολλαχ.: Παροιμ. Τὸ ᾽ονικὸ ἔχ- χάνεται, μ-μ᾽ ἀλήθε͜ια τ᾽ ὲ᾽ πληθαίνει (ἡ πατρικὴ περιουσία, θεωρουμένη ἱερά, μεταδίδεται σῷα απὸ τέκνου εἰς τέκνον, ἀλλὰ συνήθως καὶ δὲν αὐξάνεται, διότι μόνον αὐτή πρέπει νὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς δικαιουμένους αὐτῆς, ὄχι δὲ καὶ ἡ τυχόν προσαύξησις) Κάρπ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. ε) Ἐλαιὼν παρὰ τῶν γονέων κληροδοτηθεὶς Κρήτ. (Ἱεράπ. Καβουσ.): Ποῦ πηγαίνεις; - ᾽Σ τὸ γονικὸ (= εἰς τὸν ἐλαιῶνα) Ἱεράπ. στ) Νόσος ψυχική, ψυχοπάθεια Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA