γιˬούργιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬούργιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬούργιˬα ἡ, κοιν. ζούργιˬα Κρήτ. (Πεδιάδ.) γιˬούργα Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Κρήτ. (Κίσ.) ᾿ούργιˬα Ἤπ. (Λάκκα Σουλ.) Λευκ. Στερελλ. (Ξηρόμ.) γούρα Κύπρ. (Πεδουλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yürüyüs=βάδισις, ἔφοδος. Ἡ κατάλ. ἐκ τῆς ἐπιρρηματ. χρήσεως κατὰ τὴν κοινὴν κατάλ. τῶν ἐπιρρ. εἰς -α. Πβ. ἀέρα, σία, βόγα, λάσκα, βίρα.

Σημασιολογία

1) Ἐπίθεσις, ἔφοδος, ἐφόρμησις, δρόμος ᾿Ερεικ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἤπ. (Λάκκα Σούλ. Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Τσαγκαρ.) Ἰων. (Σμύρν) Κρήτ. (᾽Αρχάν. Χαν.) Κύθηρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Δάρα Ἀρκαδ. Πλάκ. Σκορτσιν. Σουδεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ.) Χίος (Βροντ.): Δῶσε μιˬὰ γιˬούργιˬα νὰ προλάβῃς Σμύρν. Μιὰ γιούργια καὶ τ’ ἅρπαξα Κύθηρ. || ᾎσμ. Εἰς τὸ Φλομὲ τσ’ ἐφτάξανε, κιˬ ἀπὸ τὴ dόση γιˬούργιˬα σομάριˬα μόν ἐπαίρνανε κιˬ ἀφίναν τὰ γαϊδούριˬα Κρήτ. Συνών. γιˬουρούντισμα 1, γιˬουρούσι 1. β) Κοινὴ προσπάθεια πολλῶν ἀτόμων πρὸς ἀποπεράτωσιν ἐργασίας Ἐρεικ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Κίμωλ. Κρήτ. (Κίσ.): Ἐλᾶτε νὰ δῶσουμε ὅλοι μαζὶ μιὰ γιˬούργιˬα νὰ κυλήσουμε πάρα πέρα τὸ λιθάρι Μαχαιρᾶδ. Θὰ δώσουμε αὔριˬο μιˬὰ γιˬούργιˬα ὅλοι μαζὶ καὶ θὰ τελειώσουμε τὸ dρύγο νωρὶς αὐτόθ. Μιˬὰ γιˬούργα θὰ κάμωμε ἀκόμη καὶ ξεbλέκει κι ὀφέτος τὸ θέρισμα Κίσ. Ἄιντι νὰ κάνουμι οὕ’ μιˬὰ γιˬούργιˬα νὰ τιλε͜ιώσουμι Τσαγκαρ. Συνών. γιˬουρούντισμα 1β, γιˬουρούσι 2. γ) Καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου εἰς τὰς φρ. κάνω-δίνω (μιὰ) γιˬούργιˬα εἰς ἐπιρρηματ. χρῆσιν, ταχέως, δρομαίως, ὁρμητικῶς κοιν.: Ἔκανε γιˬούργιˬα οὕλο τὸ χωριˬὸ καταπάνου τους Πελοπν. (Γαργαλ.) Κάνανε γιˬούργιˬα καὶ τοὺς λάκησαν Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Κάν’τε γιˬούργιˬα κι ὅπου βγῇ Εὔβ. (Ἄκρ.) Κάναν γιˬούργιˬα ὁ κόσμος καὶ μᾶς πῆρε σβάρνα Εὔβ. (Ψαχν.) Μᾶς πήρανε ’ς τὰ γιˬούργιˬα (μᾶς ἐκυνήγησαν) Χίος. ᾿Επῆε γιˬούργι’ ἀπάν’ τ’ νὰ dόνε βαρέσῃ Λευκ. Ἔκανε γιˬούργιˬα ἀπάνω μου Πελοπν. (Πιάν.) Ἔκαμι γιˬούργιˬα ν’ ἁρπάξῃ τοὺ βόι ἀποὺ τοὺ κέρατου Εὔβ. (Στρόπον.) || ᾎσμ. ’Σ τὴ bοδιˬά σου τὴ τζαινούργιˬα | μοῦ ’ρχεται ’ὰ κάμου γιˬούργιˬα Εὔβ. (Κουρ.) δ) Καὶ διὰ παραλείψεως τοῦ ρήματος μετὰ τοῦ ὁπ. συνεκφέρεται ὡς παρακελευσμ., ἐμπρός, ὅρμησε, τρέξε, σπεῦσε κ.τ.τ. κοιν.: Γιˬούργιˬα πάνω τους καὶ τοὺς φάγαμε! κοιν. Σbρώξετε, γιˬούργιˬα ὅλοι, νὰ δοῦμε Πέλοπν. (Μάν.) Γιˬούργιˬα ’σαπάν’, γιˬούργιˬα ᾽σακάτ᾽, χαλάσανε τὰ παπούτσιˬα τ᾿ς Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Ἐτοῦτος ἐβάσταε τ᾿φέ’ κι ὁ ἄλλος ’ούργι ˬα ’πάνω τ’ Λευκ. || Παροιμ. Γιˬούργιˬα ’ς τὴ νουνά μας τὴ gαινούργιˬα (ἐπὶ τοῦ λαμβάνοντος τὸ θάρρος νὰ εἰσέλθῃ εἰς ξένην οἰκίαν χωρὶς νὰ εἰδοποιήσῃ) Κωνπλ. || ᾎσμ. Ἄιντε γιˬούργιˬα, παλληκάριˬα, | ἦρθ’ ἡ βάρκα μὲ τὰ ψάριˬα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Ἄιντι γιˬούργιˬα-γιˬούργιˬα-γιˬούργιˬα | κ’ οὑ χουρὸς θέλει τραγούδιˬα Θρᾴκ. (Σουφλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/