ἄσκιˬαχτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκιˬαχτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄσκιˬαχτα ἐπίρρ. ἄσκιˬαστα Λεξ. Δημητρ. ἄσκιˬαχταω Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) –Λεξ. Δημητρ. ἄσκιˬαγα Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκιˬαχτος. Ὁ τύπ. ἄσκιˬαστα=χωρὶς σκιὰν καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς νὰ φανῇ ἡ σκιά του, χωρὶς νὰ γίνῃ κἄτι ἀντιληπτὸν Κρήτ. 2) Ἀφόβως ἔνθ’ ἀν.: Ἄσκιˬαχτα πήγαινε, δὲ σὲ πειράζει κιˬἀνεὶς Κρήτ. Ἄν τὰ σπεντζούριˬα βόσκουν ἄσκιˬαχτα, θὰ χειροτερέψῃ ὁ καιρὸς σὲ βαρυχειμωνιˬὰ (σπεντζούριˬα=σπουργίτια) Οἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA