γονιμότητα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονιμότητα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γονιμότητα ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γονιμότης.
Σημασιολογία
Γονιμότης λογ. κοιν.: Οἱ Ἕλληνες ἀβγατίζουν, γεννοβολοῦν, πληθαίνουν (γονιμότητα τῆς φυλῆς) Ι. Δραγούμ., Ἑλληνισμ. καὶ Ἕλλην., 121.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA