γονιˬόκας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονιˬόκας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γονιˬόκας ὁ, Καππ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γονιˬὸς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -όκας. Πβ. γυˬόκας.
Σημασιολογία
Γονιˬὸς 1, τὸ ὁπ. βλ., μὲ σημ. θωπευτ.: ᾎσμ. Κιˬ ἂν τὸ περνᾷ γονιˬόκα μου, γιαχλίχιˬα μὲ τὸ μόσκο (γιαχλίχιˬα = μανδήλια· καὶ ὅταν περνᾷ ὁ πατήρ μου (ἔνν. τὸ γεφύρι), ν᾽ ἀφήσῃ μανδήλια μοσχομυρισμένα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA