γονιˬοκάταρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονιˬοκάταρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γονιˬοκάταρος ἐπίθ. Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 207 Ἀττικ. Ἠμερ., 17.204.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γονιˬὸς καὶ κατάρα.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὴν κατάραν τῶν γονέων του ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γονικοκάταρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA