γονιˬοκρατε͜ιέμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονιˬοκρατε͜ιέμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γονιˬοκρατε͜ιέμαι ἐνιαχ. γονιˬοκρατε͜ιῶμαι Ἰόνιοι Νἦσ. γονοκρατε͜ιέμαι Α. Μανούσ., Τραγούδ., 2.115 Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 134.
Ετυμολογία
Ἐκ τοὺ οὐσ. γονιˬὸς καὶ τοῦ ρ. κρατε͜ιέμαι, διὰ τὸ ὁπ. βλ. κρατῶ.
Σημασιολογία
Κατάγομαι ἔνθ᾽ ἀν : ᾎσμ. Πές μου νὰ ζήσῃς, λυγερή, ποῦθε γονιˬοκρατε͜ιέσαι; Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA