ἀσκιδεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκιδεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσκιδεˬὰ ἡ, Λευκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσκίδι καὶ τῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

Κάδος δερμάτινος (δὰ ἐσήμαινε τὸ πρῶτον τὴν ποσότητα τὴν ὁποίαν χωρεῖ ὁ ἀσκός): Δῶσ’ μ᾽ τὴν ἀσκιδεˬά σου νὰ βγάλ’ νερό. Πβ. ἀσκί, ἀσκίδι, ἀσκός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/