γονιˬὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονιˬὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γονιˬὸς ὁ, γονέος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. κ.ἀ.) Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. (Μυλοπότ. Νεάπ. Πεδιάδ.) Κύπρ. Λευκ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βραχν. Γαργαλ. Γορτυν. Δίβρ. Ἦλ. Λεχαιν. Μεσσην. Οἰν.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. γον-νιˬὸς Κύπρ. (Λευκωσ.) Κῶς (Καρδάμ.) Νίσυρ. Τῆλ. γουνέους Εὔβ. (Λιχὰς) Ἤπ. (Ἄγναντ. Πλάκ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) γονέο Καλαβρ. (Μπόβ.) gονέο Καλάβρ. (Μπόβ.) γονέον Πόντ. (Ἵμερ. Ὄφ.) γονέιˬος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) Σκίαθ. γονέιˬο Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γονιˬὸς σύνηθ. καὶ Καππ. Πόντ. (Ἰνέπ. κ.ἀ.) γονίˬος Πόντ. γουνιˬὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γουν-νιˬὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγονιˬὸς Καππ. γοιˬνιˬὸς Πελοπν. (Μάν.) γοιˬνὸς Καππ. βονιˬὸς Ρόδ. Κάρπ. Κάσ. ᾽ονιˬὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. gονιˬὸς Πελοπν. (Δημαρίστικ. Οἴτυλ.) γονιˬὰς Σκῦρ. γονὴς πολλαχ. γουνὴς Ἤπ. (Ἰωάνν. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἀηδονοχ. Γρεβεν. Δεσκάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Σπάρτ.) ᾽ονὴς Κάρπ. Κάσ. Δ. Κρήτ. γονίˬα Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. κ.ἀ.) γονὴ Τσακων. (Χαβουτσ.) Πληθ. γονεῖς λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ᾽ονεῖς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γονεῖ Τῆν. (Πύργ.) γουνεῖ Τῆν. (Σμαρδάκ.) βονεῖς Κάρπ. (Μεσοχώρ.) γονιˬοὶ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γονοὶ Ἀμοργ. Ἀνάφ. Ἀντίπαρ. Ἤπ. (Λούκοβ.) Κέρκ. (Κασσιόπ. Σιν.) Μῆλ. Πάρ. (Νάουσ.) Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. κ.ἀ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Σάμ. (Κοκκάρ. Κοντακαίικ.) βονιˬοὶ Κάρπ. (Μεσοχώρ. κ.ἀ.) Κάσ. γον-νιˬοὶ Ἀστυπ. Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κῶς (Καρδάμ.) Λέρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. ᾽ονˬιοὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. γουνιˬοὶ Ἤπ. (Δωδών.) Θάσ. Θεσσ. Λῆμν. Μακεδ. (Θεσσαλον. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Παρνασσ.) Τσακων. γοϊνιˬοὶ Καππ. γονέοι πολλαχ. γουνέοι Εὔβ. (Λιχὰς) Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Θεσσαλον. κ.ἀ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Σπάρτ. Φθιῶτ.) βονέοι Κάρπ. γονῆδες πολλαχ. γουνῆδις Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστήρ.) Θεσσ. (Κρήν. Μαυρέλ. Μεγαλόβρ. Μελιβ. Σταυρ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Θεσσαλον. Κολινδρ. Ρουμλ.) γονίˬε Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γουνὲ Λυκ. (Λιβύσσ.) γονιˬάδες Κύθηρ. γονιˬᾶτες Πελοπν. (Μάν.) γονιˬᾶτε Πελοπν. (Λάγ.) γονιˬάδε Πελοπν. (Λάγ. Μάν. Νεάπ.) γονιˬόζοι Προπ. (Ἀρτάκ.) γ᾽νοὶ Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γονεύς. Διὰ τὸν ἐκ τούτου σχηματισμὸν τοῦ τύπ. γονιˬὸς βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,13 κἑξ., 89 Ἀκαδημ. Ἀναγν., 3,182 Ἀθηνᾶ 43 (1931), 38. Ὁ τύπ. γονιˬὸς καὶ εἰς Σαχλίκ., Γραφ. καὶ στίχ., στ. 232 (ἔκδ. Wagner, σ. 71) «κιˬ ἂν ἔχῃ κύριν ἢ γονιόν, ἐχάσε την εὐκήν του». Ὁ τύπ. γονέος καὶ Βυζαντ. Βλ. Ν. Πολίτ., Παροιμ., 1.25. Ὁ τύπ. γονὴς καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 940 κ.ἀ. (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) Διὰ τὸν Τσακων. τύπ. γονˬία βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,340, διὰ τὸν γονής, σχηματισθέντα κατὰ τὸ συγγενής, βλ. Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 1.60. Ὁ τύπ. γονιˬάδες κατὰ τοὺς μαννάδες, πατεράδες, ὁ γονιˬᾶτες κατὰ τὰ ἑθνικὰ εἰς -άτης, ὁ γονιˬόζοι πιθαν. κατὰ τὸ γονιˬόζι-μ᾽, ὁ γουνὲ δι᾽ ἀποκοπῆς τῆς ληγούσης -οι. Διὰ τῆς γεν. γονέων βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀκαδημ. Ἀναγν., 3.183.

Σημασιολογία

1) Ὁ πατὴρ πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Τσακων. (Μέλαν κ.ἀ.) Πιˬάνει ἡ κατάρα τοῦ γονῆ, τοῦ πατέρα περ᾽σσότερο Πελοπν. (Μάν.) Ὁ γονὴς ἀγωνίζεται γιˬὰ τὰ παιδιˬά του Πελοπν. (Γέρμ.) Ὁ γονιˬὸς εἶναι καλὸς ἄντρωπος, ἐσὺ τίνους ἔμνο͜ιασες; Πελοπν. (Γαργαλ.) || Φρ. Νὰ πάρ᾽ οὑ διˬάβουλους τοὺ γουνιˬό σ᾽! (ὕβρις) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Τὸ γονιˬό σου (ἐνν. γαμῶ· ὕβρις) Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) Ἀνάθεμα τὸ γονιˬὸ ποὺ σ᾽ ἔσπειρε (ὕβρις) Πελπν. (Γαργαλ.) || ᾌσμ. Πατέρα μου, χρυσὲ γονή, | ὁρμήνε͜ια μου καὶ συμβουλὴ (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Ἡ Μάνη κλαίει καὶ θρηνεῖ | τὸ διαμαντένιˬο της γονὴ (ἐκ μοιρολ.) αὐτόθ. Μὴν εἶν᾽ κατάρα τοῦ γονῆ, μὴν εἶναι καὶ τοῦ νούνου Ἤπ. Καὶ πούπετα δὲν ηὕρηκα σὰν τοῦ γονῆ τ᾽ ἀχείλι Πελοπν. (Μάν.) Βάλε φωτιˬὰ ᾽ς τὶς λεμονιˬὲς κˬι ἀπύρι ᾽ς τὴν αὐλή σου ἐτώρα π᾽ ἀνεστήθηκεν ὁ ἀκριβὸς γονής σου (ἀπύρι = τὸ θεῖον) Κάρπ. Μισσεύεις καὶ ᾽πομένομε χωρὶς γονιˬὸ καὶ κύρη σὰν τὸ καράβι ᾽ς τὸ γιˬαλὸ χωρὶς καραβοκύρη Ἰων. (Σμύρν.) Κ᾽ ἔχω κ᾽ ἕνα μικρὸ παιδὶ ὁποὺ παραπονε͜ιέται νὰ γλέπῃ τ᾽ ἄλλα τὰ παιδιˬὰ μαζὶ μὲ τὸ γονή τους Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Α 940 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «κ᾽ ἐμίλειε τζὴ σὰ μάννα τζη, καὶ σὰ γονὴς μανίζει». 2) Οἱ γονεῖς κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.) Τὰ παιδιˬὰ νὰ κοιτάζουν - νὰ φροντίζουν - νὰ πονοῦν - νὰ σέβωνται τὸ γονιˬό τους ἢ τοὺς γονεῖς τους κοιν. Ἡ κατάρα τοῦ γονιˬοῦ βαραίνει ᾽ς τὰ παιδιˬὰ καὶ δὲν πᾶν καλὰ ᾽ς τὴ ζωή τους Πελοπν. (Κορινθ.) Δὲν ἀκούει τὸ γονή του Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) κ.ἀ. Οἱ γονιˬοὶ εἶναι μαυροδέματοι καὶ οἱ δˬυὸ Πελοπν. (Βερεστ.) Τοῦ βάρυνε ὁ γονής του καὶ δὲν κάνει καλὸ (τοῦ βάρυνε = τὸν καταρὰστηκε) Κρήτ. (Ἀποκόρ.) Μοναχογιˬὸς εἶναι καὶ σὰν ἀποθάνουν οἱ γονέοι dου, δ᾽ ἀπομείνῃ μονάφεdος ᾽ς τὴ bεριουσία (δ᾽ = δὰ = θά, μονάφεdος = μοναδικὸς κύριος) Κρήτ. (Νεάπ.) Δὲ φταίει αὐτὸ γˬιὰ τὴν ἀρρώστιˬα ποὺ ἐκόλλησε, φταῖνε οἱ γονέοι του Ἐρεικ. Ἤθελα νά ᾽ξερα δὲ τ᾽ν ἔπαιρναν χαbέρ᾽ κεῖνοι οἱ γονέοι τ᾽ς Λευκ. (Φτερν.) Βωλοδέρνει μὲ τὸ κειτιˬὸ τοῦ γονέου της (κειτˬιὸ = κατάκλισις) Ἰθάκ. Ξικλέφ᾽κα ἀπ᾽ τοὺ χουριˬὸ γιὰ νὰ πάου ἀλλάργα, ἀφοῦ δὲ μ᾽ ἄφ᾽ναν οἱ γουνέοι μ᾽ νὰ φὺβγου μὶ τ᾽ν ἰφχή τ᾽ς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἰμεῖς τό ᾽χουμι ν᾽ ἀρχίζ᾽ν οἱ γουνῆδις τοὺ φαῒ (τό ᾽χουμι = τὸ συνηθίζομε) Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) Τὰ κουρίτσιˬα γιὰ τ᾽ς γουνιˬοὺς εἶνι δύσκουλου, πουλὺ ζόρ᾽κου πρᾶμα Μακεδ. (Θεσσαλον.) Ἅμα καλουγνουμίζουν τὰ πιδιά, τὰ χαίρουντι κ᾽ οἱ γουνέοι κι οὑ κόσμους ὅλους Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἅμαν ἀπεθάνῃ καὶ καὰ νιὸς κι ἄδικα κανείς, εἶν᾽ ἀπ᾽ ἁμαρτίες ἢ δικές του ἢ τῶ ᾽ονιῶ dου ἢ τῶ bαππουδοαάδω dου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ παιὶ μ-ποὺ ᾽ὲν ε-στιμέρνει τοὺς γον-νιούς του ᾽ὲμ-πάει τοῦ καλοῦ (᾽ὲν-στιμέρνει = δὲν σέβεται) Κῶς (Καρδάμ.) Πανdρεύτην dον ἐξ ἀβουλῆς τῶ γ-γον-νιῶν dης αὐτόθ. Ἤφυε λοιπὸ τὸ παλ-λdηκάρι γιὰ νὰ ᾽ῇ τί ἂν ἐπάθασι τ᾽ ἀέρφτσα του τσαὶ οἱ βονιοὶ του (ἐκ παραμυθ.) Κάρπ. (Μεσοχώρ.) Ὅποιοὺς δὲ bιdάει ᾽ς τζ᾽ γουνοὶ τ᾽ς κὶ ᾽ς τοὺ δάσκαλου, δὲν εἶι καλὸ πιδὶ (bιdάει = ὑπακούει) Σάμ. Ἄνιμους τ᾽ ἀνέμ᾽ θὰ πᾶνι κὶ τζ᾽ γουνιοῦνις μας οἱ κόπ᾽ γ-οἱ θ᾽κοί μας αὐτόθ. Οἱ γονέοι μ᾽ ὅσα εἶχαν, ἔχασαν, κ᾽ ἐγὼ ἐπόμενα ἄκλερος Κερασ. Ὅπο͜ιος ᾽κὶ ἀκούει τοὺς γονέους ἀτ᾽, παίρ᾽ τὴγ κατάραν ἀτοῦν, εὐλογίαν ᾽κ᾽ ἔχει Πόντ. Νὰ χαροῦν οἱ κακόμοιροι οἱ γονιˬάδες της καὶ νὰ χαρῶ κ᾽ ἐγὼ Κύθηρ. ᾽Σ τὴν εὺκὴ τῶν γονέωνέ σου Ζάκ. Τότε ἐζήτησε ᾽ς τοὺ γονιˬάτε του νὰ dοῦ πάρουσι ἕνα βιβλίο Πελοπν. (Μάν.) Ἔχει συgόμμιˬα τῶν ᾽ονιˬῶ dου καὶ ποὰ μάλιστα (κατὰ τὰ χαρακτηριστικὰ ὁμοιάζει πολὺ πρὸς τοὺς γονεῖς του) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τ᾽ ἐμὸν οἱ γονέοι ἀποθαμέν᾽ εἶναι (οἱ γονεῖς μου εἶναι πεθαμένοι) Τραπ. Τοὺν ἔχ᾽ν ἀκριβὸ οἱ γουνέοι τ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ) Οἱ γονέοι τωνε θὰ τὰ διορθώσουν Σίφν. Οἱ γονέοι τῆς νύφης κανονίζουν τὴν προῖκα της Πελοπν. (Βασαρ.) Ἀπὸ τὸ γονεῖ σ᾽ εἶν᾽ τὰ χωράφ (ἀπὸ τοὺς γονεῖς του προέρχονται τὰ χωράφια) Χαβουτσ. Δὲ σ᾽ ἐξεικάε τοὺ γονίˬε σι (δὲν τοὺς ἐκοίταξε, περιποιήθηκε τοὺς γονεῖς του) Μέλαν. Ἔκ᾽ ἔχου καοὶ γονίˬε (εἶχε καλοὺς γονεῖς) αὐτόθ. Ἀφανίσκενα, σκοτώθ᾽κενα οἱ γονιˬόζοι τση Προπ. (Ἀρτάκ.) Οἱ γονέοι μου εἶχαν ἔρθει ᾽πὸ τὴ Μάνη Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὅσο νὰ τὸν τρέφουν, παιδιˬά μου, οἱ γονῆδες του τὸν καθένα, ἔρχεται καιρὸς ποὺ τοὺς χάνει Κ. Πασαγιάνν., Μοσκ. 109. || Φρ. Νὰ πάρῃ ὁ διˬάολος τὸ γονιˬό σου! (ἀρὰ) σύνηθ. Χέσαν οἱ σκύλλαρ᾽ τοὺ γουνιˬό τ᾽ (ὕβρις καὶ. ἀρὰ) Λῆμν. Νὰ σὶ χέσου τοὺ γουνιˬό σ᾽! (ἀρὰ) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Νὰ ζήσουν οἱ γονέοι σου! (εὐχὴ) πολλαχ. Χαρὰ τ᾽ς γονέοι τ᾽ (εὐχή· ἐπὶ τέκνων τὰ ὁποῖα προοδεύουν) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ὁ Θεὸς συχωρέσ᾽ τοὺς γονιˬούς σου! (εὐχὴ) σύνηθ. Φτώχιˬα - ψεῖρα - γκρίνιˬα - ξύλο - πεῖνα - φαῒ - κρασὶ - δουλε͜ιὰ - βρώμα - βρωμιˬὰ καὶ τῶν γονέων (ἐπὶ πλησμονῆς ἢ ὑπερβολῆς) κοιν. Γονέων πρὸς γονέων (ἐκ παλαιοτάτης ἐποχῆς) κοιν. Συνών. φρ. Πάππου πρὸς πάππου. Πιˬάνωβ βονιˬὸ πρὸς βονιˬὸ (ἀπαριθμῶ τὰς γενεὰς) Ρόδ. Τό ᾽καμα γιˬὰ τσὶ ψ᾽χὲς τζ᾽ γουνοί μας Σάμ. Μ᾽ ὥρκισεν ᾽ς τὴν ψυχὴ dῶ γονέω μου Κρήτ. ᾽Σ τὰ κόκκαλα τῶν γονέων μου (ὅρκος) πολλαχ. Τὰ κόκκα᾽ τοῦ γονίε μι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μέλαν. Ν᾽ ἁγιˬάσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονέων σου (εὐχὴ) Ἤπ. (Κοκκιν.) Κ᾽ ἐγὼ σοῦ μνόγω ᾽ς τὰ κόκκαλα dῶ γονέω μου πῶς δὲ θὰ πῶ κιˬανοῦς πρᾶμα (μνόγω = ὁρκίζομαι, κιˬανοῦς = κανενός, πρᾶμα = τίποτε· ὅρκος) Κρήτ. Νὰ φάω τὰ κόκκαλα τοῦ γονέωνέ μου, ἂν δὲν σὲ ξεdερίσω, ὅταν σ᾽ ἁρπάξω ᾽ς τὰ χέριˬα μου (ὅρκος) Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Παιδιˬοῦ, gονιˬοῦ, προσγονιˬοῦ δὲ χαλᾷ Πελοπν. (Δημαρίστικ.) Πάει παιδιˬοῦ gονιˬοῦ τὸ πρᾶμα Πελοπν. (Οἴτυλ.) || Παροιμ. φρ. Ὅ,τι κάμῃς τοῦ γονῆ σου, | θὰ σοῦ κάμῃ τὸ παιδί σου Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Ἡ παροιμ φρ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὅ,τι φκε͜ιά᾽τς ᾽ς τοὺ γουνιˬό σ᾽, | θὰ ᾽ρθῇ ᾽πανουθιˬό σ᾽ Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Ὅ,τι κάνεις τῶν γονιˬῶ σου, | ὄφελος εἶναι δικό σου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Ἀντὶς νὰ ἐγινόμουν γονέος, ἄς ἐγινόμουν γωνέα (= λίθος· διὰ τοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑφίστανται πικρίας καὶ θλίψεις ἐξ ὑπαιτιότητος τῶν τέκνων των) Κοτύωρ. κ.ἀ. Ἕνας γονιˬὸς δέκα παιδιˬὰ τὰ τηράει, δέκα παιδιˬὰ ἕνα γονιˬὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸν τηράξουν Πελοπν. (Τρίκκ.) Ἕνας γονιˬὸς τρέφει δέκα παιτζιˬά, δέκα παιτζιˬὰ ᾽φινοῦν το καὶ πεινᾷ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κάλυμν. Αἱ παροιμ. φρ. εἰς πλείστας παραλλαγ. πολλαχ. Ν᾽ ἀιλλοὶ ποὺ ᾽κὶ ἀκούει γονέου λόγον (οὶ παρακούοντες τὰς συμβουλὰς τῶν γονέων δυστυχοῦν) Πόντ. || Παροιμ. ᾽Ποὺ τοὺ γονιˬοῦ του δὲ γροικᾷ, παραγωνιˬᾶς καθίζει (ὁ παρακούων τὰς συμβουλὰς τῶν γονέων του δυστυχεῖ εἰς τὴν ζωήν του) Κρήτ. Ποὺ δὲν ἀκούει τῶν βονιˬῶν του, σὲ κακὴν βωνιˬὰν καΐζει (= καθίζει· συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Κάρπ. Ποὺ τοῦ γονιˬοῦ δὲν ἀγροικᾷ, κακῶς κακοῦ πηγαίνει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Αἴγιν. Ὅτζον ᾽ὲν ᾽κούει τοῦ γονιˬοῦ, πὸτ-τὲς ᾽ὲ gαλοπάει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κάλυμν. Εὐχὴ γονιˬοῦ ἀγόραζε καὶ ᾽ς τὸ βουνὸ ἀνέβα (διὰ τῶν εὐχῶν τῶν γονέων ὑπερνικῶνται αἱ μεγάλαι δυσκολίαι εἰς τὴν ζωὴν) Θήρ. (Οἴα). Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἅμα ἔ᾽ς ἰφχὴ γουνιˬοῦ, πιρπάτα κὶ ᾽ς τ᾽ ἀγκάθχιˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ὁ γονὴς δὲν ἐλυπήθη τ᾽ ἀμπέλι καὶ τὸ παιδὶ ἐλυπήθη τὸ σταφύλι (ἐπὶ τῶν τέκνων τῶν ἀγνωμόνως φερομένων πρὸς τοὺς γονεῖς, διότι ὁ μὲν γονεύς εὐχαρίστως ἐδώρησεν εἰς τὸ τέκνον τὸ ἀμπέλι, ἐνῷ τοῦτο φείδεται ἀκόμη καὶ τῆς σταφυλῆς) Κάρπ. Κάσ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ὅσα σκεπάζει ὁ γονιˬός, | δὲν τὰ σκεπάζει ὁ Θεὸς (ὅτι ὁ γονεύς δύναται νὰ παραβλέψη ἀκόμη καὶ παραπτώματα σοβαρὰ) Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἀμαρτίες γονέων παιδεύουν τέκνα (τὰ σφάλματα τῶν γονέων βαρύνουν ἐπὶ τῶν τέκνων) λογ κοιν. Πβ. Ν. Πολίτ., Παροιμ., 2,13 κἑξ. Ἁμαρτία γονέων τυραγνάει τέκνο (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Πελοπν. (Κορινθ.) Οἱ γονιˬοὶ τρῶσι τὰ ξινὰ καὶ τὰ παιδιὰ μουδιˬοῦσι Κρήτ. Οἱ γονιˬοὶ τρῶν ἀgουρίδες καὶ τὰ παιδιˬὰ μουδιˬάζουν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θήρ. (Οἴα) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Εἶδες γιˬὸ καὶ θυγατέρα, λόγιˬασε καὶ τοὺς γονιˬοὺς (ὅτι γνωρίζων τις τὰ τέκνα δύναται νὰ κρίνῃ καὶ περὶ τῶν γονέων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 117,3. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ πολλαχ. Θώριˬε γονή, | παῖρνε παιδὶ (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Ποὺ κακολοᾷ τοὺς γονιˬούς του, οἱ κοράκοι τὸν τρῶν Ἀμοργ. Τὰ λὲν οἱ γονιˬοὶ ᾽ς τὴ γωνιˬά, | τὰ λὲν τὰ παιδιˬὰ ᾽ς τὴν κοπριˬὰ (ὅτι τὰ τέκνα ἀνυποψίαστα διαδίδουν τὰ μυστικὰ τὴς οἰκογενείας) Ρόδ. Δεῖρε τὸ ζουρλὸ γονή, | γιˬὰ νὰ ἔχῃς τὴν εὐκὴ (ὅτι πρέπει νὰ πατάξης τὸν κακόν, διὰ νὰ ἐκτιμᾶσαι) Πελοπν. (Μεσσην.) Ἀπ᾽ τοῦ γονιˬοῦ τὰ γόνατα καὶ τοῦ νουνοῦ τὴ χάρη (ἐπὶ τῶν ὁμοίων τὸν χαρακτῆρα πρὸς ἀγαθοὺς γονεῖς καὶ ἀναδόχους χρηστοὺς) Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Ὁ πρῶτος δάσκαος τοῦ παιδιˬοῦ εἶν᾽ ὁ ᾽ονιˬὸς (ἡ πρώτη ἀγωγὴ, καλὴ ἢ κακή, δίδεται εἰς τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ. Ἅμα κάμῃ ὁ γονιˬὸς κακὰ παιδιˬά, τὰ ἕχε͜ια τί τὰ θέλει; κιˬ ἅμα κάμῃ ὁ γονιˬὸς καλὰ παιδιˬά, τὰ ἔχε͜ια τί τὰ θέλει; (ὅτι τὰ πλούτη εἰς τοὺς ἔχοντας κακὰ τέκνα οὐδὲν ὠφελοῦν, εἰς δὲ τοὺς ἔχοντας καλὰ τέκνα περιττεύουν) Νάξ. Μικρόμυˬα᾽ γουνέοι, κ᾽τὴ γινιˬὰ (κ᾽τὴ = κουτή, ἀνόητος) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ὁ γονιˬὸς κάνει καὶ τὰ τέκνα βρίσκουν Πελοπν. (Γορτυν.) Κρυὰ παιδιˬά ᾽χει, μὰ κρυοὺς γονιοὺς δὲν ἔχει (κρυὰ = κρύα, ἀδιάφορα, ᾽χει = ὑπάρχουν) Ἀμοργ. Κρυὸν παιδὶν ἔχει, μὰ κρυὸν γονιˬὸν δὲν ἔχει (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Ἀνάφ. Καλύτερα Θεοῦ ὀργὴ παρὰ γονιˬοῦ κατάρα Εὔβ. (Προκόπ.) Γονιˬοῦ ᾽πιτυμιˬά, εὐλογιˬὰ (᾽πιτυμιˬὰ = ἐπιθυμία) Ἀμοργ. Ἄδικος γονιˬός, δίκιˬα ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Γονιˬὸς κακοπροαίρετος, νόμος δικαιοκρίτης (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Ὅταν οἱ γονεῖς τρώγωνται, τ᾽ ἀδέρφιˬα δὲ χωνεύονται Κύπρ. (Λευκόνοικ.) Ὅταν οἱ γονεῖς μαλώνουν, τ᾽ ἀδέρφιˬα φαγώνουνται Ἤπ. (Κωστάν.) Καλότυχος γονής, τὸν κλαῖνε τὰ παιδιˬά του· κακότυχος γονής, τὰ κλαίει τὰ παιδιˬά του (ὅτι εὐτυχὴς εἶναι ὁ γονεύς, ὁ ὁποῖος θὰ ταφῇ ὑπὸ τῶν τέκνων καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετον) Πελοπν. (Μάν.) Χαρὰ ᾽ς ἐκεῖνον τὸν γονιˬὸ ποὺ τόνε θάψ᾽ ὁ γιˬός του (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κεφαλλ. Καλὸς γουνιˬός, καλὰ πιδγιˬὰ Λέσβ. Οἱ καλοὶ γονοὶ κάνουν καὶ καλὰ παιδιˬὰ (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Ἀμοργ. Ἀενικοὶ γονιˬοί, ἀενικὰ παιιˬὰ (ἀγενεῖς γονεῖς, ἀγενῆ τέκνα) Κάρπ. Οἱ γονιˬοὶ οἱ προκομμένοι κάμνουσι παιδκιˬὰ γουρσούζικα Κύπρ. Καλὸς γονιˬὸς κακὰ τέκνα, κακὸς γονιˬὸς καλὰ τέκνα (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Βιθυν. Πβ. καὶ Ἡσιόδ., Ἔργ. 182 «οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίως οὐδέ τι παῖδες». Ὁ ᾽ονιˬὸς κάνει τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ παιδὶ τὴ bλερώνει Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γονέοι, κάμετε ταί, τέκνα, πκιˬερῶστε (= πληρώσετε· συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κύπρ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || ᾌσμ. Σιδεροβέργινο κουβὶ μὄκαμαν οἱ ᾽ονιˬοί μου καὶ μέσα μ᾽ ἐκλειδώσανε νὰ σ᾽ ἀρνηστῶ, πουλλί μου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Καλότυχος καλὸς γονὴς | ποὺ κλαῖν ἀγγόνιˬα καὶ παιδιˬὰ (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Πρῶτα σ᾽ ἀφίνω ᾽ς τὸν Θεὸν κ᾽ ὕστερα ᾽ς τοὺς βονιˬούς σου Κάρπ. Ἀνάθεμά τσι τσὶ ᾽ονεῖς, μὰ ᾽κεῖνοι πάντα φταῖσι, ποὺ δὲν ἀφίνουν τὰ παιδιˬὰ νὰ κάνουν ὅ,τι θέσι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὁ Γιˬαννάκης κ᾽ ἡ Μαρωνιˬὰ τρεῖς χρόνους ἐαπε͜ιῶτα, τρεῖς χρόνους ἐκρορέουτο κρυφὰ ᾽πὸ τοὺς βονιˬούς τους (ἐαπε͜ιῶτα = ἠγαπῶντο, ἐκρορέουτο = ἐλαφρῶς ὠρέγοντο ἀλλήλους) Κάρπ. Ἀνάθεμα γονιˬοὺς γονιˬούς, κακοὺς προξενητάδες ᾽π᾽ δὲν τάζουν τοῦ καλοῦ καλὴ καὶ τ᾽ ἄσχημου μιˬὰ στρίγλα (καλοῦ = εὐειδοῦς) Ἤπ. (Πωγών.) Τώρα λοιπὸν σᾶς χαιρετῶ, ἀγαπητοὶ γονιˬοί μου, ἦρθι οὑ χάρους, μ᾽ εὕρηκε, μὶ πῆρι τὴν ψυχή μου Θάσ. Σηκώνουντιν κακοὶ γουνιˬοὶ τὴν κόρη νὰ παντρέψουν Λυκ. (Μάκρ.) Τὸν καταριε͜ιέτ᾽ ἑ μάννα του, τὸν βρίζουν ἑ γονιˬοί του Μεγίστ. Σάββατο βραδὺ μὲ διˬῶξαν οἱ γονοί μου ἀπ᾽ τὸ σπίτι μας κιˬ ἀπὸ τὸ γονικό μας Προπ. (Μαρμαρ.) Κάθα γονὴς παρακαλεῖ, κάθα γονὴς ξετρέχει νὰ κάμ᾽ ἕνα καλὸ παιδί, ποὺ ταίρι νὰ μὴν ἔχῃ (ξετρέχει = φροντίζει) Κρήτ. (Νεάπ.) Σὰν τοῦ γονῆ τὴ μυρουδιˬὰ κλαδάκι δὲν τὴν ἔχει μάιδε κλαδὶ βασιλικοῦ μάιδε καὶ ματζουράνα Πελοπν. (Ξηροκ.) Σῦρε, κόρη, ᾽ς τὸ σπίτι σου, σῦρε καὶ ᾽ς τοὺς γονεῖς σου καὶ εἰπές τους ὅτι σήμερα γλύτωσα τὴ ζωή σου Πελοπν. (Μαραθ.) Καλά ᾽μαι μέσ᾽ ᾽ς τὸ σπίτι μου, ἄμε με ᾽ς τοὺς γονιˬούς μου Κῶς (Πυλ.) Κατάρα νά ᾽χουν οἱ γονιˬοί, τὸ κρῖμα ν-οἱ παππᾶδες, ὅταν ᾽γαπᾷ ὁ νιˬὸς τὴ νιˬὰ καὶ δὲ dοὺς εὐλογοῦνε Κῶς Ἀνάθεμα γονιˬοὺς γονιˬοὺς καὶ κάμποσους πατέρες, ποὺ δὲν τὰ θέλουν τὰ παιδιˬά, τὶς μαῦρες θυγατέρες Πελοπν. (Σκορτσιν.) Στολίσιτι τὰ στέφανα τῶν δυὸ τῶν νιουνόμφων κιˬ ἂς ἔρτουν οἱ γουνέοι τους νὰ δώνουν τὴν ἰφκή των Σάμ. Ἀπ᾽ ὅταν ἤμου δυˬὸ χρονῶ κ᾽ ἐσὺ ᾽σουνα τεσσάρω, ἐλέγαν οἱ γονέοι μας πὼς ἤθελα σὲ πάρω (= ὅτι θὰ σ᾽ ἔπαιρνα, ἐνυμφευόμην) Κρήτ. Εὐκῆστε με, γονέοι μου, τώρα ᾽ς τὸ κίνημά μου, τώρα ᾽ς τὸ κίνημά μου, | ᾽ς τὸ ξεπροβόδισμά μου Ἤπ. (Μαργαρ.) Ἐγὼ δὲν ὀρδινιˬάζομαι, ἐγὼ δὲν ἀγωνε͜ιέμαι, γονῆδες μου ὀρδινιˬάζονται, τ᾽ ἀδέρφιˬα μου ἀγωνε͜ιοῦνται (ὀρδινιˬάζομαι = τακτοποιοῦμαι) Πελοπν. (Κύπρ.) Ἐμένα οἱ γονῆδε μου τραγούδιˬα δὲ μοῦ ᾽μάθαν, μόνο μ᾽ ἔστειλαν ᾽ς τὰ σκολε͜ιὰ νὰ μάθω γραμματάτιˬα Κορσ. Κ᾽ ἐδὲ καμὸς πού ᾽ναι κιˬ αὐτός, σὰ χάνῃς τὸ γονιˬό σου, σοῦ φαίνεται πὼς χάνεται τὸ φῶς τῶν ἀματιˬῶ σου (ἐκ μοιρολ.) Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Ἐμένα οἱ γονιˬᾶτε μου, | ποὺ μὲ ᾽χα διˬαναστήνασι, μὲ τὸν ἀφρὸ τῆς μουζηθρός, | μὲ τὸν ἀχνὸ τῆς ζάχαρης (ἐκ μοιρολ.) Πέλοπν. (Λάγ.) Διψάει ἡ καρδιˬά μου γιˬὰ νερὸ | καὶ γιˬὰ γονήδων μιλημὸ (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Πλάτσ.) Ἄφησα ᾽ς τοὺς γονῆδες μου τρία γυˬαλιˬὰ φαρμάκι, τό ᾽να νὰ πίνουν τὸ πρωΐ, τ᾽ ἄλλο τὸ μεσημέρι, τὸ πλέο μεγαλύτερο ᾽ς τὸ βραδινὸ τραπέζι (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Κονάκ.) Ζ᾽ ἔπρεπε, ζὲ παντάριζε, | ἔ μελιτᾶτε μου γονή, νὰ πρωτοπιˬάσῃς τὸ κλειδὶ | ᾽ς τὸ νέο κοιμητήριο (ζὲ παντάριζε = δὲν σοῦ ἔπρεπε, δὲν σοῦ ταίριαζε· ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) || Ποιήμ. Τὸ γονιˬό μου, πρόνοια θεία, | κάμε νικητὴ εἰς τὰ χώματα ᾽ς τὰ ὁποῖα | ἡ γυναῖκα ἀπαρατεῖ Δ. Σολωμ., 69. Τὴ γλυκε͜ιά του φωλιˬὰ | καὶ τ᾽ ἀθῶο αὐτὸ πλάσμα τὸ γονιˬὸ καρτεροῦσε | γιˬὰ νὰ βρῇ τί ζητοῦσε ᾽ς τὴ θερμή του ἀγκαλιˬὰ Φ. Πανᾶς, Λυρικ., 398 Μὲ ἀχνό, σκυμμένο μέτωπο, | φιλόστοργοι γονέοι, δεχτῆτε ὥς ἅγιˬο χάρισμα | τὸν πόνο ποὺ σᾶς καίει Γ. Μαρκορ., Μικρ. Ταξίδ., 171. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Πλάτ. Συμπόσ. 178b «γονῆς γὰρ ἔρωτος οὔτ᾽ εἰσὶν οὔτε λέγονται ὑπ᾽ οὐδενός». 3) Κατὰ πληθ., οἱ πρόγονοι καθόλου Καλαβρ.) (Μπόβ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ὅ,τ᾽ ἐποίνανε οἱ γονέοι μουναν ἐφτμε κ᾽ ἐμεῖστ᾽ (ἐποίνανε = ἐποίουν) Ὄφ. Τὸ γονέο σ᾽ τίμα Τραπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Ἰσαῖ. 8,32 «γονεῖς δ᾽ εἰσὶ μήτηρ καὶ πατήρ καὶ πάππος καὶ τήθη καὶ τούτων μήτηρ καὶ πατήρ». 4) Φίλος, πάντοτε εἰς προσφώνησιν Κύπρ.: Πκέ, γονιˬέ, νὰ χαρῇς. Τσαὶ μποροῦμεν τώρα, γονιˬέ, νὰ βροῦμεν καβενέν; Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γονὴς Κεφαλλ. Γονιˬὸς Ἀθῆν. Εὔβ. (Χαλκ.) Κάλυμν. Σῦρ. Στερελλ. (Λαύρ. Ραφῆν.) Γονέος Ἀθῆν. Ἄνδρ. Σάμ. Στερελλ. (Ραφῆν.) καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γονὴς Στερελλ. (Λεβάδ.) Γονιˬὸς Θήρ. (Οἴα) Παξ. Στερελλ. (Λεβάδ.) Σῦρ. Γονέος Πελοπν. (Γαργαλ.) Γονέγος Πελοπν. (Παιδεμέν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/