γιˬουρούκικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουρούκικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬουρούκικος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Κίμωλ. Μῆλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιουρούκης.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τούς γιˬουρούκηδες Θρᾴκ. (Μέτρ. Τσακίλ.): Ἔρκ’dαι οἱ λαναρᾶδες καὶ φέρνανε λανάριˬα γιˬουρούκικα Μέτρ. 2) Οὐδ. ὡς οὐσ. γιˬουρούκικα=εἶδος σταφυλῶν πρωίμων μαύρου χρώματος συνήθως ἀλλὰ καὶ λευκοῦ καὶ ροδίνου Κίμωλ. Μῆλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/