γιˬουρουντάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουρουντάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬουρουντάρω Ἰων. (Μπουρνόβ.) γιˬουρ’ντάρω Εὔβ. (Κάρυστ.) γιˬουρ’dάρω Μῆλ. γιρουdάρου Τῆν. (Τριαντ. κ.ἀ.) γιˬουρουντέρω Εὔβ. (Κουρ.) γιˬουρ’dέρου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ὄρ.) γιˬουρ’dέρνω Κρήτ. (Σητ.) γιˬουdάρω Κρήτ. (Σφακ.) βουντέρω Εὔβ. (Κουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ τύπ. γιˬουρουντῶ τοῦ ρ. γιˬουρουντίζω κατὰ τὰ λοιπὰ εἰς -άρω, -έρω, -έρνω.

Σημασιολογία

Γιˬουρουντίζω, τὸ ὑπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Γιˬουρούνταρε πάνω του καὶ ’ὲν ἠμπορούσαμε νὰ τόνε ξεκολλήσωμε Εὔβ. (Κουρ.) Γιˬουρούνταρε καὶ τὸν ἠρχίνησε ’ς τὰ σφάλιˬαρα (=ραπίσματα) Ἰων. (Μπουρνόβ.) Γιˬουρ’dέρει μέσ᾿ ’ς τὰ οὕλα Εὔβ. (Ὄρ.) Ἐγιˬούρ’dαρε καὶ μοῦ τὰ πῆρε οὕλα Κρήτ. (Σητ.) Ἀμέτε νὰ μοῦ φέρετε τὴ gοπελιˬά, γιˬατὶ θὰ παὶξω ἕνα βίτσισμα καὶ θὰ γιˬουdάρω μέσα ’ς τὸ σπίτι νὰ τὴν ἁρπάξω νὰ τὴ σηκώσω ’ς τὴ ράχη μου Κρήτ. (Σφακ.) Καὶ μετβ., διώκω, συλλαμβάνω κάποιον διὰ νὰ τὸν δείρω Εὔβ. (Κουρ.) Τῆν. (Τριαντ.): Τοὺ νοῦ σ’, θὰ σ’ γιρουdάρου! Τριαντ. Τόνε γιˬουρουντάρανε τρεῖς ἀθ-θρῶποι, λ-λέπεις, εἶντα νὰ σοῦ κάμῃ! Κουρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/