γιˬουρουστίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουρουστίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬουρουστίζω Ἤπ, Θεσσ. (Νερόμυλ.) Θράκ. (Ἐπιβάτ. Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Μεσσην. κ.ἀ.) κ.ἀ. -Ἑβδομ. 6, 15, 2 γιˬουρουτίζου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) γιˬουρουστάω Πελοπν. (Βούρβουρ. Κερπιν. Σκορτσιν κ.ἀ.) κ.ἀ. γιρουστῶ Θεσσ. (Ἀνατολ.) Μακεδ. (Λιτόχ.) γιˬουρουσάω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κυνουρ.) γιˬουρουχτάω Κ. Πασαγιάνν., Παραμύθ., 39 γιˬουρουχτάου Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Μανιάκ κ.ἀ.) γιˬουρ’χτάω Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ συμφύρ. τοῦ οὐσ. γιˬουρούσι καὶ τοῦ ρ. γιˬουρουντίζω, τὰ ὁπ. βλ.

Σημασιολογία

Γιˬουρουντίζω, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Γιˬουρούστησε νὰ μὲ βαρέσῃ Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μὴν πᾶτε κοντὰ ’ς τὸ σκυλλί μου, γιˬατὶ θὰ γιˬουρουχτήσῃ νὰ σᾶς φάῃ Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬουρούσαε πάνω της νὰ τήνε χτυπήσῃ Πελοπν. (Κυνουρ.) Καὶ τώρα, πού, ἔτσι νὰ μὲ φυσήξῃς, πέφτω, νὰ μοῦ φταίξῃς, γιˬουρουχτάου Πελοπν. (Μανιάκ.) Οἱ Τοῦρκοι γιˬουρουστήσανε κ’ ἐπῆραν τὸ ταμπούρι Πελοπν. (Κερπιν.) Ἐγιˬουρούτιι μὶ τοὺ σπαθὶ ’ς τοῦ χέρ’ Ἤπ. Κοίταξε μὴ γιˬουρουστίσ’ οὑ σκύλλους πάν’ σου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Γιˬουρουτίσαμαν ἀπάνου τους κὶ τσ’ διˬώξαμαν Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬουργιάρω. β) Ἀποφασίζω μὲ θάρρος Πελοπν. (Ἀρκαδ. Σκορτσιν.): Γιˬουρούστησε καὶ τὸν ἔβγαλε σὲ καλὸ Σκορτσιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/