ἀσκοθάλασσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκοθάλασσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκοθάλασσα ἡ, Χίος –Λεξ. Λάουνδ. Βλαστ. 312 Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀσκὶ καὶ θάλασσα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
1) Τὰ μὴ σχηματίζοντα ἀφρὸν κύματα, ἔνθ’ ἀν. Πβ. ἀρχ. κοίλη θάλασσα. ’Ιδ. Κορ. ἐν Πλουτ. Παρ. 6, 356. Συνών. ἀσκοθαλασσιˬά, ἀσκοθάλασσον, φουσκοθαλασσιˬά. 2) Θαλάσσιος ἀὴρ μὲ σταγονίδια ἁλμυροῦ ὕδατος Χίος: Ἡ ἀσκοθάλασσα τὰ πείραξε τὰ δέντρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA