γοργὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γοργὰ ἐπίρρ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Οἰν.) γουργὰ βόρ. ἰδιώμ. Ἐρεικ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Γαργαλ. Λάστ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) ἀγουργὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) βοργὰ Μακεδ. (Καταφύγ. Μελέν. Πεντάπολ. Σέρρ.) βουργὰ Κύπρ. Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Δαρνακ. Καστορ. Νέο Σούλ. Πεντάπολ. Ροδολίβ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν.) γοργὸ Κρήτ. γουργὸ Μακεδ. γοργοῦ Πόντ (Οἰν.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ἐπίρρ. γοργὰ ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργός, περὶ τοῦ ὁπ. βλ. Συναξάρ. γαδάρ. στ. 30 (ἕκδ. Wagner, σ. 113) «καὶ φύγετε πολλὰ γοργά, ὅτι αὐτὸς βιγλίζει». Ὁ τύπ. γουργὰ ἤδη Βυζαντ. Βλ. Χρον. Μορ. στ. 1805 (ἔκδ. J. Schmitt) «πολλὰ ἀγαπᾷ, βιάζεται γουργὰ νὰ καταλάβης» καὶ Περὶ γέροντος στ. 123 (ἕκδ. Wagner, σ. 109) «τότε γουργὰ νὰ τ᾽ ἄκουσα, ἀτὸς μου νὰ τὸ εἶδα». Διὰ τὸν τύπ. γοργὸ βλ. Διὴγ. παιδιόφρ. στ. 747 (ἕκδ. Wagner, σ. 167) «γοργόν, ὁ σκατογάδαρος, φύγε ἀπ᾽ ὀμπροστά μου» τὶ καὶ Χρον. Μορ. στ. Η 1805 (ἔκδ. J. Schmitt) «πολλὰ ἀγαπᾷ καὶ βιάζεται γοργὸν νὰ καταλάβης». Διὰ τὸν τύπ. γουργὸν βλ. Χρον. Μορ. στ. Ρ 556 (ἔκδ. J. Schmitt) «γουργὸν ἐκαταλάβασιν ᾽ς τὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον». Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,250 καὶ 2,368.
Σημασιολογία
1) Ταχέως, γρήγορα, μετὰ σπουδῆς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Ἦρθε - πῆγε - ἔφαγε - ἔφυγε γοργὰ σύνηθ. Τραύα γοργὰ Προπ. (Ἀρτάκ.) Νὰ ζάῃ γουργὰ γουργὰ τσαὶ νὰ μάλῃ (νὰ πάη γρὴγορα γρήγορα καὶ νὰ ἔλθῃ) Μέλαν. Τ᾽ ἄλογα πήγαιναν γοργὰ Ι. Δραγούμ., Μαρτ. αἷμα,2 51. Βλέπανε γύρω τους γοργὰ Γ. Ἐπαχτίτ., εἰς Προπύλ. 1 (1900), 238 || Φρ. Γουργὰ κˬι ὁγλήγορα (ταχέως) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸν ἔμασ᾽ ἀγουργὰ κˬι ἀγλήουρα (νοεῖται ὁ Χάρος, ἢτοι ἀπέθανε προώρως) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Νὰ σὶ μάσῃ ἀγουργὰ κˬι ἀγλήγουρα! (ἀρὰ) (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. || Παροιμ. Γοργὰ γοργὰ καλλίκεψε κˬι ἀργὰ κατέα (καλλίκεψε = καβαλλίκευσε, κατέα = ἀφίππευε· ὅτι μετὰ σπουδῆς πρέπει νὰ ἐπιλαμβάνηταί τις τῆς ἐργασίας ἀλλὰ μετὰ προσοχῆς καὶ ἄνευ σπουδῆς νὰ προχωρῆ εἰς τὴν πραγμάτωσιν τοῦ σκοποῦ του) Κάρπ. || ᾌσμ. Πόσο μακραίνουν οἱ στιγμές, ὅdε κιˬανεὶς προσμένῃ καὶ κάθε μιˬὰ γλυκε͜ιὰ στιγμὴ πόσο γοργὰ διˬαβαίνει! Κρήτ. (Μόδ.) Ματάκιˬα ποὺ δὲ φαίνονται γοργὰ ᾽πολησμονε͜ιῶνται Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Γουργά, νυφούλα μου, ιρὸ νὰ πλένω τοὺ σπαθί μου Μακεδ. (Γρεβεν.) Βουργὰ νὰ πᾷς ᾽ς τὴν ξενιτε͜ιά, βουργὰ νὰ καζαντήσῃς Μακεδ. (Βλάστ.) Οὕλα γουργὰ τὰ ἠφέρανε, τὴν κόρη δὲν τὴ βρίσκουν (οὕλα γουργὰ τὰ ἠφέρανε = ἠρεύνησαν παντοῦ) Πελοπν. (Λάστ.) Καὶ τὸ πουλλὶ παράκουσε κˬι ἀλλιˬῶς ἐπῆγε κ᾽ εἶπε: Γουργὰ ντύσου, γουργ᾽ ἄλλαξε, γουργὰ νά πᾷς ᾽ς τὸ γιˬόμα Ἤπ. Γουργὰ λουστῇς, γουργ᾽ ἀλλαχτῇς, γουργὰ νὰ ᾽ρτῇς ᾽ς τὸ γιˬόμα Μακεδ. (Δράμ.) Γουργὸ ψουμί, γουργὸ κρασί, γουργὸ ταὴ τοὺς μαύρους· γουργὸν κὶ κόρην ἔμουρφη, νὰ μεί᾽ ἀφέντης βράδυ Μακεδ. || Ποίημ. ᾽Σ τὸ δέντρο κάτου δέησιν ἔκαμ᾽ ἡ βοσκοπούλα, τ᾽ ἄστρα γοργὰ τὴ δέχτηκαν, καθὼς ἡ γῆ τὸν ἥλιˬο Δ. Σολωμ., 295. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Συναξάρ. γαδάρ., ἔνθ᾽ ἀν. Χρον. Μορ., ἔνθ᾽ ἀν. Διήγ. παδιόφρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἁψὰ 4α, γρήγορα, σβέλτα, ἀντίθ. ἀγάλˬηα 1, ἄναργα, ἀπαγάλˬηα, ἀργὰ 1, ἀργητὸ 1, ἀργοπερπάτητα, βαριˬὰ 3, γαληνά, γˬιαβᾶς, γˬιαβάσικα, σιγά, σιγανά. 2) Ἐγγύς, πλησίον, κοντὰ πρὸς δήλωσιν χρονικῆς προσεγγίσεως, συνηθέστερον ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τῶν ρ. εἶμαι, θέλω ἢ ἔχω, τρώγω Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Βιάνν. Κριτσ. Μαλλ. Μόδ. Νεάπ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Φιλιατρ. κ.ἀ.): Ὁdὲν ἤτανε πάλι γοργὸ νὰ τσὶ φτάξουνε Κρήτ. Γοργὸ ποὺ θελὰ φτάξωμε ᾽ς τὸ χωριˬό, τὸν εἴδαμε καὶ ἠρχούdανε αὐτόθ. Γοργὸ τὸ ἔχω νὰ τελε͜ιώσω αὐτόθ. Γοργὸ πού ᾽θελε νὰ φτάξουνε ᾽ς τὴν ἀκρογιαλιˬὰ Βιάνν. Γοργό ᾽χει νὰ ᾽ποσκάψῃ τ᾽ ἀbέλ᾽ Ἅγιος Γεώργ. Μˬιὰ φρατζόλα γοργὸ ἤφαε ᾽ς τὸ φαῒ ἀμοναχός του Κριτσ. Ἐbέρδεσα καὶ γοργὸ νὰ σκοτωθῶ αὐτόθ. || Γνωμ. Τόνε θωρεῖς ξυπόλυτο, γοργὸ καὶ δίχως βράκα Μόδ. || ᾎσμ. Εἶδα σε πάλι σήμερο, ποὺ νά ᾽θελα μὴ σώσω, ἀπού ᾽χα τὰ ματάκια μου γοργὸ νὰ τὰ μερώσω Κρήτ. Πβ. κοντά. 3) Ἐγκαίρως, ἐνωρὶς τὴν πρωΐαν Πελοπν. (Μάν.): Νὰ σηκωθοῦμε βουργὰ νὰ πᾶμε γιˬὰ ξύλα, νὰ μὴ μᾶσε φάῃ ἡ ζέστη || ᾎσμ. Τ᾽ ἀποταχˬιὰ βουργὰ βουργὰ | ἐβγῆκ᾽ ἀπόξου ᾽ς τὸ λˬιακὸ (ἐκ μοιρολ.) 4) Πρωΐμως, ἀπὸ πολλοῦ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.): Γοργὰ κεῖται (ἀπὸ πολλοῦ κατάκειται κλινήρης) Πόντ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA