γιˬουτίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουτίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬουτίζω Βιθυν. (Προῦσ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Ἀλμ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κωνπλ. γιˬουτ-τοῦ Λυκ (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yutmak=καταπίνω.
Σημασιολογία
1) Καταπίνω, καταβροχθίζω ἔνθ᾽ ἀν.: Τόσο γλήγορα τὸ γιˬούτ’σες; Σαρεκκλ. Γιˬούτ’σε ὅλο τὸ μοιράσ’ αὐτόθ. Ἐγιούτισε τὴν περιουσία του Κωνπλ. 2) Παραδέχομαι, συμφωνῶ κατ’ ἀνάγκην Σαρεκκλ.: Τὸ γιˬοῦτ’σα! Τί νὰ κάνω!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA