γοργαναθρέφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργαναθρέφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμμα
Τυπολογία
γοργαναθρέφω Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ επιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. ἀναθρέφω.
Σημασιολογία
Ἀνατρέφω ταχέως, κάμνω νὰ αὐξηθῇ τι ταχέως: ᾎσμ. Μά ᾽τον ἀgάθι δροσερὸ κ᾽ ἐγοργανάθρεψέ με.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA