βαρακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρακώνω Θήρ. Θρᾴκ. Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Αἶν. Βυζ. Βλαστ. Δημητρ. βαρακώνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Σάμ. Σκίαθ. Σκῦρ. κ.ἀ. βαραgώνου Ἴμβρ. Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) βαραχώνω Πόντ. (Κοτύωρ.) φαραgώνου Λέσβ. (Ἀγιάσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαράκιν.
Σημασιολογία
1) Κοσμῶ διὰ φύλλων χρυσοῦ ἔνθ’ ἀν.: Βαρακώνω κλωνιˬὰ δάφνης Θρᾴκ. Βαραχώνω τὰ κοκκία (κόλλυβα) Κοτύωρ Βαρακουμέ' βάγιˬα Σκίαθ. Βαραξουμένα λουλούδιˬα Ἴμβρ. || ᾎσμ. Βαρακωμένε μου λαλὲ τσ’ ἀεˬτὲ πλουμουδισμένε, τὰ ξένα μάτιˬα σὲ θωροῦν τσαὶ τὰ δικά μου κλαῖνε Σκῦρ. Μῆλου μου κατακόκκινου, μῆλου βαρακουμένου Σάμ. Βιˬόλα μου βαρακωμένη | καὶ ’ς τὰ ἄνθη στολισμένη Θρᾴκ. Βάνι τσὶ ᾽ς τοὺ τσιφάλι μου βαραgουμένη διˬόλα νὰ ἔρχουdι -οἱ λεύτιρις νὰ λέν τὰ μοιρουλόγιˬα Λέσβ. 2) Ἐπιχρυσώνω μὲ χρυσόκονιν Ἤπ. (Ζαγόρ.): Βαράκουσα τ᾿ν κουρνίζα τ᾽ καθρέφτ’. 3) Μέσ. χρυσίζω ἐξ ἀνταυγείας Λέσβ. (Ἀγιάσ.): Φαραgώνουdι τὰ διdρικά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA