ἀσκόλαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκόλαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκόλαστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἀσκόλαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀσκόλιˬαγος Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκολαστὸς<σκολάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μπουνιαλ. Διήγ. Κρητ. πολέμ. 471, 16 (ἔκδ. ΑΞηρουχ.) «καὶ λογισμὸν ἀσκόλαστον ἔβανε᾿ς τὸ κεφάλι».

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ σχολάσας ἀπὸ τοῦ ἡμερησίου ἔργου του ἢ ὁ μὴ ἀπολυθεὶς καθόλου ἀπὸ τοῦ ἔργου του σύνηθ.: Οἱ χτίστες εἶναι ἀκόμη ἀσκόλαστοι. Σκόλασαν πολλοὺς ἀπὸ τὴ δουλε͜ιά, μόνο λίγοι ἔμειναν ἀσκόλαστοι πολλαχ. β) Ὁ μὴ σχολάσας ἀπὸ τῶν μαθημάτων του, ὁ μὴ ἀπολυθεὶς ἐκ τοῦ σχολείου σύνηθ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Ἀκόμα ἀσκόλαστα εἶναι τὰ παιδιˬὰ σύνηθ. || Φρ. Τὸ παιδὶ ἔμεινε ἀσκόλαστο (δὲν ἀπελύθη μετὰ τὸ τέλος τῶν μαθημάτων ὁμοῦ μετὰ τῶν ἄλλων, ἀλλ᾿ ἐκρατήθη εἰς τὸ σχολεῖον πρὸς τιμωρίαν. Συνών. φρ. ἔμεινε νηστεία) Κρήτ. γ) Ὁ μὴ λήξας, ἐπὶ λειτουργίας, σχολείου κττ. σύνηθ.: Πάμε’ς τὴν ἐκκλησιὰ καὶ μπορεῖ νά ’ναι ἀκόμη ἀσκόλαστη ἡ λειτουργιˬά. Μόνο ἡ πρώτη τάξι εἶναι ἀκόμη ἀσκόλαστη. 2) Ὁ μακρᾶς διαρκείας, παρατεταμένος, ἀτελείωτος Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Κωνπλ. Πελοπν. (Γέρμ. Μάν.): Μέρα ἀσκόλαστ’ (ἐπὶ τῶν θερινῶν ἡμερῶν) Ζαγορ. Ἔβρεχε νερὸ ἀσκόλιˬαγο Μάν. Ἄκοπα κιˬ ἀσκόλαστα ἔγιναν τὰ λόγιˬα Μυριόφ. Ἀσκόλαστη κουβέντα Κωνπλ. Συνών. ἀτέλε͜ιωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/