γοργογιˬάνης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργογιˬάνης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γοργογιˬάνης ὁ, Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Μαργαρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Ἀρχάν. κ.ἀ.) Μέγαρ. Παξ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) - Κ. Ζαβίρ., Βοταν., 461 Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923), 220 Χελδρ. – Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 139 - Λεξ. Βλαστ. 461 καὶ 477 γουργογιˬάννης Ἀντίπαξ. Εὔβ. (Γαλτσ.) Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Σιν.) Λευκ. Παξ. γουργουγιˬάνης Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Λευκ. Παξ. - Α. Βαλαωρ., Ἔργ., 3.265 - Π. Γενναδ., Λεξικ. φυτολογ., 232 Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 220 κ.ἀ. - Λεξ. Βερ. 134 γουργουγιˬά᾽ς Σάμ. (Μυτιλην.) Στερελλ. (Βαρετάδ. Σπάρτ.) γοργόγιˬανος, Μ. Στεφανίδ., ἔνθ᾽ ἀν., σ. 282 γουργουγιˬάνος Στερελλ. (Ἀράχ.) γουργουιˬάνους Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀργουγιˬά᾽ς Θεσσ. (Κακοπλεύρη) ἀγριογιˬά᾽ς Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Κατάκαλ. κ.ἀ.) βουρβουγιˬά᾽ς Σάμ. (Κουμαδαρ.) θηλ. γουργογιˬάνη Κέρκ. γουργουγιˬά᾽ Στερελλ. (Σιβ.) γοργόγιαννη Π. Γεννάδ. Λεξικ. Φυτολ. 213 - Λεξ. Μ. ᾽Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γουργούγιˬανη Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. οὐδ. γοργογιˬάνι Ἤπ. (Μαργαρ.) Ζάκ. Κέρκ. Κρήτ. - Χελδρ. - Μῃλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ. 63, 67, 68, 69 - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γουργογιˬάνι Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ. Ραχτ.) γοργόγιˬανο Λεξ. Βλαστ. 449 γουργουγιˬά᾽ Σάμ. γουριˬάνι Πελοπν. (Κλειτορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. γιˬαίνω.

Σημασιολογία

1) Εἴδη ἀγρίων θαμνωδὦν φυτῶν τῆς οἰκογενείας τῶν Χειλανθῶν (Labiatae): α) Ἐλελίσφακον τὸ ἱεροβότανον (Salvia verbenaca) πολλαχ. Συνών. ἀγριοβασιλικὸς 2β, βουτυρόχορτο. β) Ἐλελίσφακον τὸ ἐρυθρανθὲς (Salvia sclarea) Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ. Περουλ. Ραχτ. Ρόδ. Σιν. κ.ἀ.) - Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 300. Συνών. ἀγριοβασιλικὸς 2, ἁιγιˬάννης. γ) Ἐλελίσφακον τὸ ὅρμινον (Salvia horminum) Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. κ.ἀ. - Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 69. Συνών. καυλόχορτο, σαρκοθρόφι. δ) Ἐλελίσφακον τὸ φαρμακευτικὸν (Salvia officianalis) Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 300 Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 69 - Λεξ. Βλαστ. 477. Συνών. ἀλισφακιˬὰ 3, κυνομαλιˬά, μηλασφάκι, μηλοσφακιˬά, νεροφασκούδι, φασκομηλιˬά. ε) Ἐλελίσφακον τὸ τενόρειον (Salvia tenorii) Μέγαρ. Στερελλ. (Δεσφ.) Σάμ. (Κουμαδαρ.) κ.ἀ. στ) Φλομὶς ἡ θαμνώδης (Phlomis fruticosa) Λεξ.. Βλαστ., 461. Συνών. ἀγκαραθιˬά, γαιˬδουραφάνα, γαιˬδουρόσφακα, παπουδιˬά, παπουλιˬά, σφάκα, σφακοθρόφι. ζ) Τεύκριον ἡ χαμαίδρυς (Teucrium chamaedrys) Ἀντίπαξ. Παξ. Στερελλ. (Βαρετάδ. Σπάρτ.) κ.ἀ. η) Τεύκριον το ξανθὸν (Teucrium flavum) Πελοπν. (Κλειτορ.) κ.ἀ. Συνών. γαρδελόχορτο, δοντοχόρτι, λιβανόχορτο, μοσκοχόρταρο, μεταξόκλαδο, νταναβία. 2) Εἴδη ποωδῶν φυτῶν τῆς οἰκογενείας τῶν Τραχυφυλλιδῶν (Borraginaceae): α) Ἄγχουσα ἡ φαρμακευτικὴ (Anchusa officinalis) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Κατάκαλ. Τρικοκκ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) Σάμ. (Μυτιλην.) Στερελλ. (Σπάρτ.) Συνών. ἀγγουρίτσα, βοιˬδόγλωσσα 2α, φούρνελας. β) Κυνόγλωσσον τὸ γραπτὸν (Cynoglossum pictum) Ἤπ. (Αὐλότοπ. Μαργαρ. Πάργ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Καποπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Κασσιόπ. Σιν. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολογ., 583 Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 63 - Λεξ. Βερ. 134 Βλαστ. 449. Συνών. σαρκοθρόφι, σκυλόγλωσσο. 3) Τὸ βαθύρριζον φυτὸν Βερονίκη ἡ σταχυανθὴς (Veronica spicata) τῆς οἰκογ. τῶν Γρομφαδιιδῶν ἢ Χοιραδιιδῶν (Scrofulariaceae) Κέρκ. κ.ἀ. 4) Μέλαινα ἢ πρασίνη κιμωλία, γράφουσα λευκά, πιθαν. ὁ μόροχθος ἢ λευπογραφὶς τῶν ἀρχαίων, εἰς τὴν ὁποίαν ἀπεδίδοντο ἐπουλωτικαὶ ἰδιότητες Στερελλ. (Αἰτωλ) - Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923), 232. 5) Χῶμα φαιόχρουν Στερελλ. (Ἀράχ.) Συνών. ἀλεπογῆ, ἀλεπόχωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/