γοργογυρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργογυρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργογυρεύω Κ. Παλαμ., Ὕμν. Ἀθην.2, 69.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. γυρεύω.

Σημασιολογία

Ζητῶ ταχέως, μετὰ σπουδῆς, γρήγορα: Ποίημ. Μιˬὰ μέρα πρὸς τοῦ Ὀλύμπου τὴν κορφὴ ἁγνὴ τοῦ πλάνου τοῦ ἔρωτα ἀδερφὴ χαμήλωσ᾽ ἡ ἁρμονία καὶ κατέβη, ἡ θεία ματιˬά της τί γοργογυρεύει;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/