βάρβαλ-λο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάρβαλ-λο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάρβαλ-λο τό, Εὔβ. (Ἀνδρων.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Ἀνθρωπος ἀκαταπαύστως ὁμιλῶν, ἀδιακόπως φωνασκῶν: Ἐν παύγει τὸ βάρβαλ-λο νὰ πῇ τσ᾿ ἄλλος κἀνένας. Ἐ θὰ σκάσῃς, βρὲ βάρβαλ-λο!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA