γιˬουχαΐζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουχαΐζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬουχαΐζω σύνηθ. γιˬουχαΐζου βόρ. ἰδιώμ. γιˬουχάζω Κρήτ. γιˬουχαρίζω Πελοπν. (Ἀρκαδ.) -Α. Πάλλη, Ταμπουρ. καὶ κόπαν., 110 γιˬουχάρω σύνηθ. γιˬουχάρου Πελοπν. (Μάν.) γιˬουέρω Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιφων. γιˬούχα, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίζω. Τὰ εἰς -άρω κατὰ τὰ ἐξ Ἰταλ. ἀνάλογα. 'Ο τύπ. γιˬουχαρίζω ἐκ συμφύρ. τῶν γιˬουχάρω καὶ γιˬουχαΐζω. Ὁ τύπ. γιˬουέρω ἐκ τοῦ παρὰ τὸν γιˬούχα τύπ. γούα.

Σημασιολογία

Ἀποδοκιμάζω τινὰ διά φωνῶν γιˬούχα κοιν.: Μὴν περάσῃς ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ δρόμο, γιˬατὶ θὰ σὲ γιˬουχαΐσουν. Μὴ βγῇς ἔξω γιˬατὶ θὰ σὲ γιˬουχάρουνε ’ς τὴ γειτονιά κοιν. Τοὺν γιˬουχάισ’ οὑ κόσμους μὶ τ᾽ν ἀτιμία πὄκανι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἄν dύχῃ καὶ ’ρθῇ ’ς τὸ χωριˬό, θὰ dόνε γιˬουχάρουσι Πελοπν. (Μάν.) Ἐπειδὴς ὅμως μᾶς τὰ παράλεε, συμφωνήσαμε καbόσοι νὰ τόνε γιˬουχάρ’με Λευκ. (Φτερν.) || Ποίημ. Καὶ τὸ γέρο δὲν ἀφίνει λέξη νὰ τοῦ πῇ, παρὰ βλαστημάει καὶ βρίζει, μήτ’ ἂν κόσμος γιˬουχαρίζει, τόνε νοιάζει νὰ ντραπῇ Α. Πάλλης, ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/