Βαρβάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Βαρβάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Βαρβάρα ἡ, Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάλγαρ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Σουφλ.) Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. κύριον ὄν. Βαρβάρα.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἁγία Βαρβάρα ἑορταζομένη τὴν 4 Δεκεμβρίου Ἤπ. Πελοπν. (Μεσσ.): Φρ. Ἔ τῆς Βαρβάρας τὰ κλειδιˬὰ (ἐπὶ τοῦ θέλοντος νὰ ἐξασκήσῃ ἀπόλυτον κυριαρχίαν) Ἤπ. || Γνωμ. Ἡ Βαρβάρα βαρβαρίζει | καὶ ὁ Σάββας σαβανώνει καὶ ἅγιˬο-Νικόλας πλάκωσε | τὰ χιˬόνια φορτωμένος (ἐπὶ τῆς χιόνος ἡ ὁποία ἀρχίζει νὰ πίπτῃ τὴν ἑορτὴν τῆς ἁγίας Βαρβάρας, δυναμώνει τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Σάββα καλύπτουσα τὴν γῆν οἱονεὶ ὡς σάβανον καὶ γίνεται πυκνοτάτη τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Νικολάου) Μεσσ. Βαρβάρα βαρβαρώνει, | Σάββας σαβανώνει, ἁγιˬο-Ν’κόλας παραχώνει (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Ἤπ. Πβ. ἁγιˬά-Βαρβάρα, ἅγι-Νικόλας. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. κοιν. ὡς τόπων. Κρήτ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 2) Εἶδος γλυκύσματος ἐκ πολτοποιημένου διὰ τῆς βράσεως σίτου, ζαχάρεως καὶ ἄλλων οὐσιῶν παρασκευαζόμενον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς ἁγίας Βαρβάρας καὶ μοιραζόμενον εἰς τὰς συγγενικὰς καὶ φιλικὰς οἰκογενείας Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάλγαρ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Σουφλ. κ.ἀ.) Συνών. βάρβαρα. 3) Πτηνόν τι ἄγριον Θρᾴκ. (Αἶν.) 4) Πτηνόν τι οἰκιακὸν Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. (Σητ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/