γοργογύριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργογύριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γοργογύριστος ἐπίθ. Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Κρήτ. Στερελλ. (Δωρ.) - Ν. Πολίτ., Ἐκλογ. 117, καὶ 193 Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. πλώρ., 98 - Λεξ. Δημητρ. γουργογύριστος Θρᾴκ. (Αἶν.) Κέρκ. Ὀθων. γουργογυριστὸς Πελοπν. (Λακεδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. γοργὸς καὶ γυριστός.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ταχέως στρέφεται, γυρίζει, ὁ ταχύς, εὐκίνητος, σβέλτος ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ ἥλιˬος κόκκινος καὶ γοργογύριστος σκάλωνε ᾽ς τὰ μεσούρανα Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. πλώρ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Ἔλα κιˬ ἂς τὸ παινέσουμε τοῦτο τὸ παλληκάρι, ὁπὄχει πλάτες γιˬ᾽ ἅρματα κιˬ ἁρμοὺς γιˬὰ τὸ λιθάρι καὶ χέριˬα γοργογύριστα νὰ ρίχνουν τὴ σαΐτα Ν. Πολίτ., ἔνθ᾽ ἀν., 193. Ἂν ἔχῃς πόδιˬα νὰ σταθῇς καὶ μάτιˬα ν᾽ ἀντρανίζῃς καὶ χέριˬα γοργογύριστα καὶ στέφανα νὰ γύρῃς Κέρκ. Ἐγώ ᾽χω πόδιˬα νὰ σταθῶ καὶ μάτιˬα ν᾽ ἀντρανίσω καὶ χέρια γουργογύριστα στεφάνιˬα νὰ γυρίσω αὐτόθ. 2) Ὁ ταχέως, γοργὰ ἐπιστρέψας Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA