γιˬοφύλλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬοφύλλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬοφύλλι τό, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) -Δ. Σολωμ., 277 Γ. Μαρκορ., Ποιητ. ἔργ. 17 Κ. Παλαμ., Ἀσάλ ζωή2, 35 Κ. Θεοτόκ., Βιργιλ. Γεωργ., 74 Σ. Σκίπη, Σερεν. λουλουδ., 22 -Δ. Καββαδ., Βοταν. φυτολ. λεξ. 2, 888 Λεξ. Μπριγκ. Μ. Ἐγκυκλ. Βλαστ 469, 477 Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Πιθαν. ἐξ ἀμαρτ. οὐσ. ἁγιˬοφύλλι.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν Ἴον τὸ ἄγριον ἢ ἀρουραῖον (Viola arvensis) τῆς οἰκογ. τῶν Ἰωδῶν (Violaceae) ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Σὲ γῆ, σὲ κῦμα, σὲ γιˬαλό, μὲ ρόδο, μὲ γιˬοφύλλι τώρα ποὺ ἔστησε χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη Δ. Σολωμ ἔνθ᾽ ἀν. Τὸ ρόδο, ἐφύτρωνε κ’ ἐσβε͜ιόταν τὸ γιˬοφύλλι Γ. Μαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ τὸ θεϊκὸ τ᾿ ἀνάθεμα μαραίνει τὰ δροσερὰ τὰ σέλινα καὶ τὰ γιˬοφύλλιˬα καὶ πάει καὶ σὰ θεόργιστο χαλάζι καίει ’ς τὰ καρπερὰ τὰ κλήματ’ ἀπάνου ’ς τὰ σταφύλιˬα Κ. Παλαμ ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγριοβιολέτα, ἴτσι. Ἡ λ. ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬοφύλλης Ἰθάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/