γιρλάντα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιρλάντα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γιρλάντα ἡ, λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. ᾽Αθῆν. Χίος -Λεξ. Πρω. Δημητρ. γιρλάdα Κεφαλλ. γιρλάνdα Ρόδ. γκιρλάντα Λεξ. Πρω. Δημητρ. gιρλάνdα Καλαβρ. (Μπόβ.) gερλάdα Λευκ. gιράdα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κιρλάντα Θρᾴκ. (Περίστασ.) κιράdα Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ.) Λέσβ κιράdα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κρελάντα Προπ. (Μαρμαρ.) γαρλάντα Μακεδ. (Βόιον Καστορ. Κοζ.) γιˬορλάdα Ζάκ. γριλάντα Ἀθῆν. κ.ἀ. γριλάνdα Ἀντίπαρ. Μῆλ. γριλάdα Θήρ. Μύκ. Σῦρ. κριλάdα Νάξ. (Φιλότ.) γελάντρα Προπ. (Μαρμαρ.) γελάdρα Πελοπν. (Καρδαμ.) τσουρλάντα Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ’Ιταλ. ghirlanda=στέφανος ἐξ ἀνθέων.
Σημασιολογία
1) Kόσμημα ἐξ ἀνθέων, φύλλων ἢ κλάδων φυσικῶν ἢ τεχνητῶν, εἰς κυκλικὸν ἢ ἡμικυκλικὸν σχῆμα, χρησιμεῦον ὡς στόλισμα τῆς κεφαλῆς τῆς νύμφης, τοῦ καπέλου τῶν γυναικῶν, κιόνων, θυρῶν κλπ λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Ἀθῆν. Ζάκ. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Κεφαλλ. Λέσβ. Μακεδ. (Βόιον Καστορ. Κοζ.) Μῆλ. Νάξ. (’Απύρανθ. Φιλότ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σῦρ. Χίος -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Εἶχε πάνω ἀπ’ τὸ κάλυμμα μιˬὰ γιρλάντα ἀπὸ ἄσπρα τριαντάφυλλα ποὺ τῆς πήγαινε Ἀθῆν. Ἡ νύφη φοροῦσε γριλάdα ἀπὸ ἄσπρα κερένιˬα ἄνθη Σῦρ. Εἶχε ᾿ς τὸ καπέλο της μιˬὰ γριλάdα ἀπὸ τριαdάφυλλα αὐτόθ. Πῶς τῆς πάει ἡ κριλάdα ! Φιλότ. Στουλίζουν τ’ νύφ’ μὶ τέλιˬα κὶ γαρλάντις Βόιον. Ἐσοὺ ἦσο σὰ μιˬὰ πέρλα ’ς τὴν gιρλάνdα Μπόβ. 2) Kόσμημα ὑφαντὸν, πλεκτόν, κεντητόν, ἀνάγλυφον ἢ ζωγραφιστόν, ἀπομιμούμενον ἄνθη ἢ φύλλα ἢ ὅ,τι ἄλλο ἀντικείμενον εἰς σχῆμα κυκλικὸν ἢ καὶ συνεχές, χρησιμεῦον πρὸς στολισμὸν ὑφασμάτων, ἐνδυμάτων, καπέλων, τῆς ὀροφῆς ἤ καὶ τῶν τοίχων δωματίου κ.λ.π. λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Ἀθῆν. Ἀντίπαρ. Θήρ. Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Λευκ. Μύκ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καρδαμ.) Σῦρ. κ.ἀ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Εἶdα κιράdα θὰ βάλῃς ’ς τὸ τραπεζομάdηο ποὺ θὰ ’φάνῃς; Ἀπύρανθ. Μιˬὰ gιράdα θὰ κεdήσω καὶ θὰ βάω καὶ τὴ μάρκα μου μέσ᾿ ’ς τὴ μέση αὐτόθ. Ὤ, μιˬὰ gιράdα ποὺ τὴν ἔχει φαμένη ’ύρου-᾽ύρου! αὐτόθ. Ὅλες οἱ κάμαρες τοῦ σπιτιˬοῦ του ἔχουνε γύρω-γύρω γριλάdες Σῦρ. Μιὰ γριλάdα μαλαματένιˬα Θήρ. Μισοφόριˬα φορούσανε μὲ γριλάνdες Ἀντίπαρ. || ᾎσμ. ’Σ τὴβ-βούαν ὅπου κάθεσαι ταὶ κάμνεις τὴ γιρλάνdα, πᾶρε τὸ μανdηλάτιμ-μου, νὰ μὲ θ-θυμᾶσαι πάνdα (βούα=γούβα, ἀργαλειὸς) Ρόδ. 3) Εἶδος φυτοῦ τοῦ ὁποίου οἱ καρποὶ ὁμοιάζουν πρὸς μικρὰ στρογγυλὰ μαργαριτάρια Θρᾴκ. (Αἶν. Περίστασ.) κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA