γοργοδιˬαβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοδιˬαβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοδιˬαβαίνω Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., 131 Ι. Πολέμ., Σπασμέν. μάρμαρ., 80 Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 58. Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 23 - Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. διˬαβαίνω.
Σημασιολογία
Διέρχομαι, διαβαίνω, περνῶ ταχέως, γοργὰ ἔνθ᾽ ἀν.: Κ᾽ ἔκανε ἄνεμο μὲ τὴν κοντὴ φουστίτσα της, σὰ γοργοδιˬάβαινε μὲ τὰ κλειδιˬὰ κουδουνιστὰ ᾽ς τὴν τσέπη τῆς ποδιˬᾶς της Κ. Χρηστομ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ. Ἀγάπες, χάδια, φιλιˬά... κ᾽ ὕστερα παρατημένη, ξεχασμένη. Δεκάξι χρόνια πᾶνε ὁλόκληρα, πῶς ὁ καιρὸς γοργοδιˬαβαίνει. Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν. Κιˬ ἂν ὁ θρῆνος σου ᾽ς τὸ οὐράνιˬο δῶμα σὰν ἀστραπόβροντο γοργοδιˬαβῇ... Φ. Πανᾶς, ἔνθ᾽ ἀν. Σέρνουν γοργοδιˬαβαίνοντας οἱ χρόνοι καὶ θάνατο κιˬ ἀθανασία Ι. Πολέμ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γοργοπερνῶ, ἄντίθ. ἀργοπερνῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA