γοργοδιˬαγέρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοδιˬαγέρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γοργοδιˬαγέρνω ἐνιαχ. γοργογαέρνω Κρήτ. (Βάμ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐπιστρέφω, γυρίζω ταχέως ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ.

Σημασιολογία

Ἄμε καὶ γοργογάειρε, μὴ κάνῃς ἕνα μῆνα, γιˬατὶ θὲ νά ᾽ρθῃς νὰ μὲ βρῇς ᾽ς ἀραχνιˬασμένο μνῆμα Κρήτ. (Βάμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/