γιρμάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιρμάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιρμάκι τό, ἐνιαχ. γιρμάκ’ Πόντ. (Ὄφ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. irmak=ποταμός.

Σημασιολογία

Μικρὸς ποταμός, χείμαρρος ἢ ρυάκι: Παροιμ. Ἀσ᾽ σὸ ποτάμ’ ἐδβα τσ’ ἀσ’ σὸ γιρμάκ’ μὴ οὐ πορῶ νὰ δβαίνω; (ἀπὸ τὸ ποτάμι ἐπέρασα, καὶ ἀπὸ τὸ ρυάκι δὲν μπορῶ νὰ περάσω; Λέγεται ἐπὶ μικρᾶς δυσκολίας εὐκόλως ὑπερνικωμένης μετὰ τὴν ὑπερνίκησιν σοβαρωτέρων).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/