γοργοκάραβο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοκάραβο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γοργοκάραβο τό, Α. Καρκαβίτσ., Λόγ. πλώρ., 219. - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργὸς καὶ τοῦ οὐσ. καράβι.

Σημασιολογία

Ταχύ, γοργὸν πλοῖον, καράβι ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶδα τ᾽ ἀστέριˬα κινούμενα ἀπάνω του, σὰν γοργοκάραβα Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/